Ερωτήματα για την εμπορία ρύπων και μια πρόταση
Κάθε μήνα πληρώνουμε το λογαριασμό του νερού που, πίνοντάς το, πλένοντας τα πιάτα μας ποτίζοντας ή τραβώντας το καζανάκι το καθιστούμε άχρηστο για περαιτέρω χρήση παρά μόνον, εφόσον αυτό είναι εφικτό, ανακυκλωθεί (με φυσικό ή τεχνητό τρόπο) και ξαναγίνει καθαρό οπότε θα το ξαναγοράσουμε.
Το νερό είναι—ως επί το πλείστον— ένα κοινό αγαθό, που όμως για να το έχουμε στο σπίτι μας όχι μόνο φορολογούμαστε για να δημιουργεί το κράτος τις απαραίτητες υποδομές αλλά έχει και μια συγκεκριμένη τιμή ανά κυβικό. Το γεγονός πως το πληρώνουμε όμως δεν μας έκανε να πάψουμε να το χρησιμοποιούμε ούτε και να το ρυπαίνουμε, τουλάχιστον όσο η τιμή του είναι προσιτή και έχουμε μάθει να ζούμε σαν να υπάρχει σε αφθονία. Θα έλεγα πως η τιμή του δεν μας έκανε ούτε καν να πάψουμε να το σπαταλάμε.
Μοιάζει σήμερα πλέον να πρέπει να αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο τον αέρα: δεν μπορούμε πλέον να τον χρησιμοποιούμε αλόγιστα και δωρεάν, όσο κι αν μοιάζει να υπάρχει σε αφθονία. Είναι εμφανές πως δεν υπάρχει πλέον αρκετός στην αρχική του σύνθεση.
Παράγουμε με τις δραστηριότητές μας αέρια που αλλάζουν τις ιδιότητές του και καθιστούν τον αέρα επικίνδυνο για την επιβίωσή μας, αλλάζοντας το κλίμα. Ακριβώς όπως θα ήταν επικίνδυνη η μείωση ή αλλοίωση του νερού—και είναι σε πολλές περιπτώσεις.
Ως αντίληψη, η παροχή αδειών ρύπανσης αέρα εντός ορισμένων ορίων και το εμπόριό τους και η φορολόγηση της ρύπανσης αν και είναι δύο πολύ διαφορετικές μέθοδοι με άλλη φιλοσοφία, αν και θεωρητικά προσομοιάζει ο στόχος τους: μείωση των εκπομπών μέσω οικονομικών αντικινήτρων.
Ο μεν ένας τρόπος είναι απλώς εμπόριο ( άρα κερδίζει κάποιος πουλώντας κάτι που έχει σε κάποιον άλλον που το θέλει επειδή δεν το έχει) ο δε άλλος-ο φόρος-- πάει σε κάποιο κρατικό ταμείο ως τιμή που επιβάλλεται για την χρήση κάποιου κοινού αγαθού, εν τω προκειμένω το κλίμα ή ο αέρας, κάτι σαν λογαριασμός κατανάλωσης, που θεωρητικά θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το κράτος για να μας παρέχει αέρα και ή να τον καθαρίζει ή να φροντίζει για την φυσική του ανακύκλωση.
Η φορολόγηση εξ ορισμού ελέγχεται από κάποιο κράτος ή παγκόσμιο οργανισμό ενώ η εμπορία από κανέναν πλην της ελεύθερης αγοράς με τις όποιες ρυθμίσεις μπορεί να θέσει όποια διεθνής αρχή ρυθμίζει το εμπόριο και τις διεθνείς συμφωνίες.
Για το εμπόριο τίθενται όρια ρύπανσης, ένα ποσοτικό επιτρεπόμενο όριο που για να το ξεπεράσει κανείς, αν δεν μπορεί να μειώσει τις εκπομπές του, πρέπει να αγοράσει από άλλους δικαιώματα. Τα δικαιώματα μοιράζονται αναλόγως με τα όρια που τίθενται σε σχέση με το ποιος είναι ο υποτιθέμενος ασφαλής βαθμός αλλοίωσης του κλίματος.
Για την φορολόγηση μπαίνει απλώς μια τιμή στην παραγωγή ρύπων. Ρυπαίνω τόσο, πληρώνω τόσο.
Και οι δύο τρόποι αν και προσδίδουν, με άλλον τρόπο ο καθένας, ένα κόστος στη ρύπανση, δεν λύνουν το πρόβλημα γιατί όσο έχουμε λεφτά, όποιοι τα έχουμε, τόσο μπορούμε να ρυπαίνουμε. Χρήματα πάντα κάποιοι θα έχουν και θα επενδύουν στο να ρυπαίνουν γιατί αυτό εν τέλει θα τους συμφέρει.
Προσωπικά θεωρώ το εμπόριο επικίνδυνο τρόπο αντιμετώπισης διότι είναι δύσκολο να ελεγχθεί και αφήνει πολλά περιθώρια αδιαφάνειας ή απάτης ενώ η φορολόγηση έχει περισσότερα πλεονεκτήματα, ορίζει ό,τι το αγαθό είναι κοινό για όλους και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, χωρίς βέβαια να είναι η απόλυτη λύση ούτε και επαρκώς αποτελεσματική να λύσει το πρόβλημα επειδή όσο εμείς (που αγοράζουμε δικαιώματα ή φορολογούμαστε) εισπράττουμε χρήματα από τις υπόλοιπες εμπορικές ή άλλες κερδοσκοπικές μας δραστηριότητες, θα έχουμε πάντα χρήματα να αγοράζουμε καθαρό αέρα, να τον ρυπαίνουμε ακριβώς όπως εγώ ρυπαίνω νερό στο σπίτι μου αν και πληρώνω πάντα τον λογαριασμό. Αν έχω οικονομικό πρόβλημα δεν θα μειώσω το νερό αλλά κάτι άλλο, που θεωρώ πολυτέλεια ή θα πουλήσω ακριβότερα αυτό που παράγω για να αντιμετωπίσω το κόστος του νερού.
Όλα αυτά μέχρι τη μέρα που δεν θα υπάρχει αέρας προς πώληση είτε από τα κράτη, είτε από αυτούς που πωλούν δικαιώματα ρύπανσης εκτός αν η τιμή είναι τέτοια που είναι απολύτως απαγορευτική και υποχρεώσει άλλη συμπεριφορά. Όμως, αν φτάσουμε στο σημείο να χρειαστεί να επιβάλλουμε τόσο απαγορευτικές τιμές σημαίνει πως μπορεί πια να είναι αργά να προλάβουμε το πρόβλημα. Από την άλλη κανείς, νομίζω, δεν θα δεχτεί να τις βάλουμε από σήμερα.
Μήπως η λύση εν τέλει δεν μπορεί να βρεθεί μόνο μέσω των μονόπλευρων οικονομικών αντικινήτρων; Υπάρχουν εξ άλλου δυσκολίες στο να υπολογιστούν πόσα είναι ακριβώς τα κόστη της μείωσης της ρύπανσης και άρα πολλές πιθανότητες να πέσουμε έξω στους υπολογισμούς μας και φυσικά πολλά παράθυρα για κερδοσκοπία.
Ας το δούμε όμως τώρα αντίστροφα, μπας και σκεφτούμε κάποια λύση: τώρα αγοράζουμε δικαιώματα από κάποιους που τα έχουν και δεν τα χρησιμοποιούν ή, αν επικρατήσει η λογική της φορολόγησης, θα πληρώνουμε λογαριασμούς σε ένα κράτος ή διεθνή οργανισμό όταν ρυπαίνουμε.
Κάποιοι, όποιοι κι αν είναι, ιδιώτες ή κράτη, εισπράττουν χρήματα πουλώντας καθαρό αέρα προς χρήση που, όπως λένε, δεν προτίθενται να λερώσουν οι ίδιοι και μας εκχωρούν είτε το δικαίωμα υπέρβασης ρύπανσης του δικού μας αέρα ( αν υφίσταται κάτι τέτοιο) είτε τη χρήση του αέρα με την αντίστοιχη τιμή της.
Όμως μπορούν να εισπράττουν χρήματα για κάτι που δεν παράγουν παρά μόνο παθητικά. Η Ρωσία για παράδειγμα—επειδή τυχαίνει να έχει χαμηλό πληθυσμό και πολλά δάση—σήμερα πουλάει δικαιώματα εκπομπών. Κάνει τίποτε όμως να προστατέψει τα δάση της ή να μειώσει την ρύπανση: μάλλον λίγα έως καθόλου.
Εκεί είναι το πρόβλημα.
Στην παθητικότητα.
Κάποιος σήμερα μπορεί να πουλήσει δικαιώματα από αυτά που του εκχωρούνται δωρεάν μόνο και μόνο επειδή δεν ρυπαίνει όσο δικαιούται, ασχέτως αν λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα για μείωση ή όχι. Συχνά, χάρις σε παράθυρα των διεθνών συμφωνιών.
Η ιδέα μου λοιπόν είναι πως δεν θα πρέπει να αποκτά κανείς πλέον δικαιώματα ρύπανσης αλλά να αποκτά μόνο δικαιώματα είσπραξης από τον φόρο επί της ρύπανσης, αν παράγει κάτι: περισσότερο καθαρό αέρα.
Δεν θα μπορεί πλέον να είναι παθητικός, αρκούμενος σε αυτά που «δεν» κάνει, δηλαδή παθητικά να μην ξεπερνάει κάποια όρια ρύπανσης έστω επιτρεπόμενα. Θα πρέπει στο εξής «ενεργητικά» να πράττει κάτι μετρήσιμο: μείωση ρύπων ή καθαρό αέρα για να εισπράξει.
Θα πρέπει είτε να δημιουργεί ένα καλύτερο σύστημα προστασίας των φυσικών βιοτόπων της περιοχής ή χώρας ή να μειώνει τις εκπομπές με την εισαγωγή πιο πράσινων τεχνικών, όποιες κι αν ήταν οι αρχικές του εκπομπές, έστω κι αυτές είναι κάτω από το όριο. Αναλόγως με τι και πόσο κάνει θα αποκτά δικαίωμα είσπραξης. Δικαίωμα ρύπανσης δεν θα υφίσταται---δεν θα μοιράζεται σε κανένα κράτος ή εταιρεία.
Το δικαίωμα είσπραξης δεν θα εκχωρείται παρά μόνο υπό προϋποθέσεις, μόνο αναλόγως με την ενεργή μείωση ρύπων ή την ενεργή προστασία φυσικών οικοσυστημάτων. Θεσπίζεις έναν νέο εθνικό δρυμό; Αποκτάς δικαιώματα είσπραξης.
Συνεπώς, η προσέγγιση του θέματος με οικονομικά κίνητρα αντί κυρίως αντικινήτρων, θα λειτουργεί ταυτόχρονα και από δύο αντίθετες πλευρές:
- Όσο ρυπαίνεις πληρώνεις φόρο με βάση μια κλίμακα που αυξάνει το ποσοστό φόρου όσο ρυπαίνεις περισσότερο
- Όσο λαμβάνεις μέτρα, κερδίζεις, δηλαδή αντί να φορολογείσαι εισπράττεις από τον φόρο που πληρώνουν αυτοί που ρυπαίνουν.
- Δεν κάνεις τίποτα—είσαι στάσιμος, δεν παίρνεις και τίποτα.
Πέρα από αυτό θα πρέπει να θεσπιστεί διεθνής ποινικοποίηση της ρύπανσης πέραν ενός επικίνδυνου ορίου με πρόστιμα και ποινές που θα εκδικάζονται από διεθνές δικαστήριο. Τα έσοδα που θα προκύπτουν θα προστίθενται και αυτά στο σύστημα «ενεργητικής» προστασίας.
Αυτονόητα, οι αναπτυγμένες χώρες που ρυπαίνουν θα φορολογούνται περισσότερο, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες, που δεν εκπέμπουν, όχι μόνο δεν θα φορολογούνται (αν βέβαια είναι κάτω από την φορολογήσιμη κλίμακα) αλλά θα μπορούν να αποκτούν δικαιώματα είσπραξης, προστατεύοντας ενεργητικά τα οικοσυστήματά τους.