Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

δυο αδελφές απο τη Σομαλία


Η Σάντια Αλί Αμπντούλα είχε ήδη χάσει τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς της όταν αποφάσισε να ξεφύγει από την Σομαλία, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών. Είχε πια απομείνει ζωντανή μόνο η μητέρα της, τυφλή πλέον. Η απόδραση της από το χάος αποτελούσε ζήτημα ζωής και θανάτου.
Δεν είχε περάσει λίγα. Είχε επιβιώσει από πυροβολισμούς στην κοιλιά, την είχαν βιάσει, την είχαν βασανίσει κι όλα αυτά ήταν σημάδια στο σώμα της, εγκαύματα και τραύματα από σφαίρες που δεν είχαν κλείσει και τόσο καλά, χωρίς σωστή φροντίδα.
Ήξερε ότι είχε στην Ευρώπη μια μεγάλη αδελφή, κάπου στα βόρεια, και αυτήν θα ξεκινούσε να βρει.
Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο ταξιδιού, ως επί το πλείστον με τα πόδια και μέσα από χίλιους κινδύνους κατάφερε να περάσει τα σύνορα της ΕΕ και με μια βάρκα βρέθηκε στην Πάτμο μαζί με άλλους μετανάστες και πρόσφυγες. Εκεί συνελήφθη, αποφασίστηκε η απέλασή της, αλλά αφέθηκε προσωρινά ελεύθερη λόγω αδυναμίας εκτέλεσης της απόφασης. Πήγε στην Αθήνα, όπου έζησε για κάποιους μήνες με δεκάδες άλλους Σομαλούς σε ένα στενάχωρο άθλιο διαμέρισμα στην Ομόνοια, δύο μόνο τετράγωνα από το Αστυνομικό τμήμα, όπου τακτικά πολλοί μετανάστες έτρωγαν ξύλο και τους έβλεπε να επιστρέφουν με μώλωπες. Εργάστηκε σε δουλειές που καλύτερα να μην ξέρουμε τι είδους ήταν, να μαζέψει χρήματα να φύγει.
Αίφνης, λίγους μήνες αργότερα, συνελήφθη ξανά και οδηγήθηκε στο αυτόφωρο γιατί χαρτιά βεβαίως δεν είχε. Εκεί, χωρίς να καταλάβει τι συμβαίνει, παρά μια στοιχειώδη μετάφραση κατά την διάρκεια της σύντομης δίκης, χωρίς να ασκήσει όπως έπρεπε το δικαίωμά της έφεσης γιατί κανείς δεν φρόντισε να της το πει, καταδικάστηκε σε επτά μήνες φυλάκιση και τέσσερις χιλιάδες ευρώ χρηματική ποινή.
Στάλθηκε στις φυλακές Έλαιώνα Θήβας. Εκεί, όπου βρέθηκε χωρίς καν να έχει πάνω της τα χρήματα που είχε κερδίσει εργαζόμενη, χωρίς κανέναν συγγενή πρώτου βαθμού ή δικηγόρο που να έχει—σύμφωνα με τους κανονισμούς της φυλακής-- δικαίωμα να την επισκεφτεί, πέρασε δύο μήνες μ'ένα κομμάτι ψωμί κάθε πρωί.
Λεφτά δεν είχε να αγοράσει ούτε χαρτί τουαλέτας από το κατάστημα των φυλακών και φυσικά για φαγητό ούτε λόγος κι αυτό θα έπρεπε να το αγοράσει από το κατάστημα. Μόνο ό,τι προσέφεραν συγκρατούμενοι της την βοήθησε να επιβιώσει. Ιδιαίτερα τη φρόντισε μια γυναίκα στο ίδιο κελί, που είχε γεννήσει και το μωρό της μέσα στη φυλακή, τώρα μερικών μηνών. Ανέλαβε να την βοηθήσει κι ως διερμηνέας με τα λίγα Ελληνικά που ήξερε.
Κάποια στιγμή βρήκε μερικά λεφτά και αγόρασε μια τηλεκάρτα. Μέσω Σομαλίας εντόπισε την Αδελφή της, τη Ζάχρα.
Όταν, πριν από αρκετά χρόνια, ξέσπασαν οι ταραχές στη Σομαλία και διαλύθηκε το κράτος, η Ζάχρα, βρισκόταν ήδη στην Ευρώπη για σπουδές νοσοκόμας και μαίας. Ζήτησε τότε άσυλο από τη Φινλανδία και της δόθηκε. Γρήγορα απέκτησε και τη Φινλανδική υπηκοότητα. Θέλοντας να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των μεταναστών στην Ευρώπη, εντάχθηκε στο Φινλανδικό Πράσινο κόμμα και εξελέγη δημοτική σύμβουλος του Ελσίνκι.
Ανέλαβα, να βοηθήσω τη Ζάχρα να έρθει στην Ελλάδα, να επισκεφτεί την αδελφή της και να την βοηθήσουμε να αποκτήσει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως να ζητήσει άσυλο λόγω της κατάστασης στη Σομαλία και να αποκτήσει συνήγορο έστω για εκπρόθεσμη έφεση . Βρήκαμε τους Σομαλούς φίλους της Ομόνοιας που της έδωσαν –μέσω της αδελφής της – τα χρήματα που είχε κερδίσει εργαζόμενη, ώστε να μπορεί στο εξής τουλάχιστον να τρώει κανονικά, να πλένει τα δόντια της και μαζέψαμε ρούχα για να μην κρυώνει.
Η αποστολή μας δεν έχει τελειώσει, ακόμα δεν ξέρουμε ούτε πόσο καιρό θα παραμείνει μέσα, ούτε πώς εν τέλει θα καταφέρουμε να πάει να ζήσει κοντά στην αδελφή της, αλλά τουλάχιστον τώρα υπάρχει κάποια ελπίδα.
Η ζωή της όμως έχει σημαδευτεί για πάντα από αυτήν την απίστευτα επικίνδυνη περιπέτεια.
Χαρακτηριστική βέβαια και η τερατωδώς απάνθρωπη αντιμετώπιση της χώρας μας, τόσο της αστυνομίας όσο και της δικαιοσύνης προς τους πρόσφυγες, που όχι μόνο δεν σέβεται ούτε τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά προσπαθεί, από την ταλαιπωρία αυτών των ανθρώπων, να κερδίσει και λεφτά να συμπληρώσει τα κενά του προϋπολογισμού μας, που δημιούργησε η δική μας διαφθορά και η πολιτική του “ας πάρουμε απ' όπου μπορούμε”.
Είναι δυνατόν να καταδικάζεται σε χρηματικό πρόστιμο ένας άνθρωπος που δεν έχει καμία δυνατότητα να βρει νομίμως χρήματα να το πληρώσει και το δημόσιο να εισπράττει το προιόν μαύρης εργασίας;
Είναι δυνατόν να στέλνεται σε μια φυλακή όπου πρέπει να αγοράζει ακόμη και τα στοιχειώδη;
Αυτό φαίνεται είναι δικαιοσύνη σύμφωνα με τα Ελληνικά πρότυπα. Παρόλα αυτά , η δεσμοφύλακας μας δήλωσε ότι οι φυλακές μας είναι “κολέγια” κι ότι είναι οι καλύτερες της Ευρώπης. Κι όταν της ζητήσαμε να βοηθήσει τη Σάντια να γράψει μια αίτηση στα Ελληνικά, απάντησε “μα υπάρχουν κι άλλοι Σομαλοί μέσα, ας τη βοηθήσουν αυτοί.”

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Το μήνυμα της νεολαίας: λουλούδια στα ΜΑΤ, τέρμα στον κύκλο της βίας.


Aυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες, μετά την δολοφονία του Αλέξη, ξεπερνούν το θέμα της αστυνομίας και της εκπαίδευσής της και του υπουργείου, το θέμα των νέων, το θέμα των Εξαρχείων ή οποιοδήποτε άλλο επι μέρους θέμα, ακόμα και το θέμα της παραίτησης της κυβέρνησης με την ανάληψη ευθυνών από κάποιους, γιατί όλοι ξέρουν ότι με το παρόν σύστημα αξιών οι σημερινοί θα διαδεχτούν απο άλλους όμοιους. Επίσης δεν μπορεί αυτό που συμβαίνει να μετρηθεί, ως ξέσπαμα, ως αίσθημα, με οτιδήποτε ανάλογο έχει γίνει στο παρελθόν.
Πρόκειται για ένα ξέσπασμα, σαν ηφαίστειο, που απλά δείχνει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η Ελληνική κοινωνία, με την πολιτική, πολιτιστική και περιβαλλοντική υποβάθμιση από την μιά και την κερδοσκοπία, την διαφθορά και την ανισότητα απο την άλλη αλλά και σε μια γωνία περιλαμβάνει την ξενοφοβία, τις προκαταλήψεις, την εκμετάλευση και την βασική κι αντιφατική υπαρξιακή απελπισία που έχουν μέσα τους οι σκεπτόμενοι πολίτες αυτής της χώρας, που όλα τους φταίνε αλλά κανείς, δεν κάνει μια κίνηση να διορθώσει κάτι ή αν κάνει, αυτή μοιάζει μάταιη μέσα στον κύκλο βίας που μας τριγυρίζει.
Είναι το αποκορύφωμα χρόνιων συσωρευμένων προβλήμάτων που αντί να λύνονται σιγοβράζουν κάτω από το καπάκι. Οι ελλείψεις στην παιδεία, η καθημερινή επιθετική συμπεριφορά, η καθημερινή μικροπρέπεια, η ασέβειά μας προς το περιβάλλον και την μέχρι πρότινος ομορφία της χώρας μας, η αδιαφορία μας, τα κακά πρότυπα που μιμούμαστε, ο μαζικός τουρισμός με τα φαινόμενα βίας, η ανικανότητα που βλέπουμε παντού, οι δημόσιες υπηρεσίες που λειτουργούν εις βάρος μας, η γραφειοκρατεία, η εκκλησία, τα οικόπεδα, η έλλειψη οργάνωσης, ο καθημερινός μας βομβαρδισμός απο πράγματα που μας εξοργίζουν και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, πως να αντιδράσουμε...
Σαν συνολικό πρόβλημα επιδέχεται μόνο συνολικής λύσης: αλλαγές σε όλα τα επιπεδα αλλά πρώτα εσωτερικές. Θελουμε έναν νέο πολιτισμό σε αυτή τη χώρα, μια ριζική αλλαγή στην νοοτροπία μας για αρχή. Μια άλλη βάση, μια άλλη αξία.
πως θα το πετύχουμε αυτό;
Ουσιαστικά είναι κάτι που θα πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι μεταξύ μας: από δω και πέρα θα πρέπει να δίνουμε περισσότερη σημασία στα κοινά, στα κοινά μας συμφέροντα, στους κοινούς μας χώρους, στην κοινή μας παράδοση, στο κοινό μας περιβάλλον.
Δεν θέλω να ηθικολογήσω. Είναι πλέον η ανάγκη για επιβίωση που θα μας το επιβάλλει. Να αλλάξουμε την συμπεριφορά μας.
Να καταλάβουμε ότι προωθώντας ο καθένας μας αυτό που νομίζει το δικο του συμφέρον, ούτε και αυτό εν τέλει εξυπηρετεί.
Το σαφέστερο και πολύ ξακάθαρο μύνημα μας το έδωσαν οι σημερινοί νέοι: λουλούδια ως απάντηση στα ΜΑΤ.
Την ίδια μέρα που έπεσε νεκρός ο Αλέξης, δύο μετανάστες βρέθηκαν νεκροί από ξυλοδαρμό σε ένα χαντάκι στον πόρο και κανείς δεν γνωρίζει ποιός είναι ο ένοχος.
Μα, αν δεν αλλάξει αυτός ο καθημερινός κύκλος της βίας, ποιά άλλη πρόταση να σταθεί, όταν όλοι είμαστε λίγο ένοχοι;
Μόνο μια υπάρχει: νέος πολιτισμός βασισμένος στον αλληλοσεβασμό και τον σεβασμό στα κοινά.
Θέλουμε έναν πολιτισμό χωρίς βία, χωρίς βία λεκτική χωρίς σωματική, χωρίς βία ενάντια στους ανθρώπους, χωρίς βία ενάντια στο περιβάλλον και τη φύση.