http://www.haniotika
Τα πουλιά μεταναστεύουν από τον Βορρά στον Νότο. Από τότε που ξεκινησα αυτό το ιστολόγιο ζω ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης. Κάθε φορά που αλλάζω τόπο, και το κάνω συχνά, παθαίνω ένα σοκ. Αυτό με κρατάει ξύπνιο. Φίλιππος Δραγούμης
Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010
Οικολογία και Βία
Μπορεί η Οικολογία να προωθείται με τη βία? Πάραμένει οικολογία αν συμβαίνει κάτι τέτοιο ή μήπως πρόκειται για μεταλλαγμένη οικολογία που εν τέλει μας απειλεί ?
http://www.haniotika -nea.gr/index.php?ar tid=42569
http://www.haniotika
Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010
Γρήγορες σκέψεις για τα οικονομικά μέτρα
· Στην ουσία ΔΕΝ θα έπρεπε να έχει βρεθεί η Ελλάδα σε αυτή τη θέση, οι ευθύνες είναι μοιρασμένες στα δύο μεγάλα κόμματα.
· Εξαναγκασμένοι τώρα να κάνουμε περικοπές σε περίοδο ύφεσης δεν είναι ό,τι καλύτερο για μας.
· Περιορισμός της σπατάλης του δημοσίου, μείωση υπερβολικών αμοιβών και πάταξη της φοροδιαφυγής και διαφθοράς δεν χρειαζόταν να φτάσουμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας για να μπει σε προτεραιότητα και με τρόπους (όπως μετάθεση ευθυνών με συλλογή αποδείξεων από τους πολίτες) συζητήσιμους.
· Πως αν δεν κάνουμε τομές στο καταναλωτικό μοντέλο μας δεν θα πετύχουμε και πολλά.
· Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε κόβοντας μεγάλα διφορούμενα έργα όπως ο Αχελώος, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τις στρατιωτικές δαπάνες και φορολογώντας την εκκλησία, εξυγιαίνοντας γενικώς τον τρόπο που γίνονται τα δημόσια έργα και οργανώνοντας την αποτελεσματικότητα περισσότερο παρά την σμίκρυνση του δημοσίου.
· Δεν θα έπρεπε να είχε αφεθεί σε τέτοια χάλια από μικρόνοες πολιτικές του γρήγορου κέρδους και έλλειψη οράματος η πραγματική οικονομία της χώρας. Τώρα, πού είναι το όραμα;
· Τα "ημιπράσινα" μέτρα ( πχ περισσότερος φόρος στα καύσιμα) δεν θα δουλέψουν παρά μόνον ως έξτρα φορολόγηση στις ήδη αδειασμένες τσέπες των πολιτών, δυσφημίζοντας την πράσινη οικονομία χωρίς ανταπόδοση και θα δυσκολέψουν την ορθή εφαρμογή τους στο μέλλον. Η πράσινη οικονομία πρέπει να είναι είτε ολόκληρη γιατί με ημίμετρα είναι καλύτερα να μην γίνεται καθόλου.
· Ούτως ή άλλως η ελεύθερη αγορά που μας πιέζει δεν είναι αυτή που μπορεί να δώσει λύσεις στην παγκόσμια κρίση (οικολογική & οικονομική)
· Ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα χρειάζεται εκ βάθρων αναθεώρηση γιατί οδηγεί σε αδιέξοδα, με τον μη-βιώσιμο τρόπο που απαιτεί συνεχή ανάπτυξη για να συντηρείται. Η συνεχής ανάπτυξη έχει όρια-- το πεπερασμένο των φυσικών πόρων-- κάτι που αποφεύγουν να δουν κατάματα οι αγορές.
· Πως η Ευρώπη αν και φοράει το ίδιο ρούχο, το Ευρώ, δεν κινείται ως ένα άτομο αλλά ως πολλά που ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, με αποτέλεσμα να κοντεύουν να σκίσουν το ρούχο τους και να μείνουν γυμνοί. Η αλληλεγγύη μεταξύ κρατών της Ευρώπης είναι απαραίτητη προκειμένου να επιβιώσει το Ευρώ και να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
· Οι δείκτες μέτρησης οικονομικών μεγεθών αγνοούν συστηματικά παράγοντες όπως βιωσιμότητα, κοινωνία, περιβάλλον ποιότητα ζωής, με αποτέλεσμα να μην δίνουν μια πραγματική εικόνα του πλούτου μια κοινωνίας.
Με δυο λόγια χωρίς μια συνολική αλλαγή κατεύθυνσης ( που απαιτεί και περισσότερη συνεργασία και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο), τα αποτελέσματα των όποιων μέτρων θα προκαλέσουν ταραχή και αναταραχή, για πενιχρό και πρόσκαιρο αποτέλεσμα.
Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010
Αποσπάσεις Δημοσίων Υπαλλήλων από τα Κόμματα
Είναι αναγκαίες; ποιός πληρώνει; γιατί; και τί θα κάνουν τα κόμματα να μειώσουν τα δημόσια έξοδα;
Κάποτε, ένα σχολικό μας αστείο ήταν να αναφερόμαστε σε έναν φανταστικό τίτλο έκθεσης ιδεών «Τι Σχέση έχει η Μαρμελάδα με την Αναδάσωση;» και να γελάμε με την απιθανότητά του συσχετισμού. Σήμερα όμως θα απαντήσω σε ένα αντίστοιχα αναπάντεχο ερώτημα για έκθεση ιδεών: «Τι Σχέση έχει η Παραμονή των Αλλοδαπών στη Χώρα μας με τις Αποσπάσεις Δημοσίων Υπαλλήλων από τα Κόμματα;»
Θα αποδείξω πως σχέση υπάρχει—τουλάχιστον στους εγκεφάλους των βουλευτών του κοινοβουλίου μας. Ψάχνοντας να δω τι ισχύει για τις αποσπάσεις Δημοσίων Υπαλλήλων από βουλευτές και κόμματα δεν βρήκα κανένα νόμο με αυτόν τον τίτλο. Ούτε καν παράγραφο νόμου. Γιατί; Προφανώς υπήρχε κάποιος λόγος ο νόμος αυτός να μην είναι σε κοινή θέα, να μην τον βρίσκουν όλοι, παρά μόνο οι μυημένοι στα κομματικά μυστικά. Που βρίσκεται λοιπόν; Σαν το αφανές εσωτερικό ενός κρεμμυδιού—που πρέπει επίπονα με δάκρυα στα μάτια να κόψεις για να το αποκαλύψεις-- είναι καλά κρυμμένος μέσα στον νόμο 2910/2001 με τον γενικό τίτλο «Είσοδος και παραμονή Αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια, κτήση της Ελληνικής Ιθαγένειας με πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις».
Προφανώς, στη φαντασία όσων το ψήφισαν στη βουλή, το «άλλες διατάξεις» επαρκεί για περιγράψει και να δικαιολογήσει την παρουσία οποιουδήποτε άρθρου άλλου άσχετου θέματος θέλουμε να μην φαίνεται, να μην συζητηθεί ευρέως και απασχολήσει την κοινή γνώμη. Επιπλέον, ενώ οι περισσότεροι παράγραφοι (άρθρα) έχουν κάποιον τίτλο που ορίζει το θέμα, το άρθρο 74 δεν έχει κανέναν τίτλο ενώ αφορά τελείως άλλο θέμα από το άρθρο 73 και το άρθρο 75. Πρέπει κανείς να αρχίσει την ανάγνωση του συγκεκριμένου για να διαπιστώσει πως το άρθρο 74 του νόμου περί Αλλοδαπών δεν αφορά καθόλου τους αλλοδαπούς αλλά την «εξυπηρέτηση» των κομμάτων, βουλευτών και ευρωβουλευτών με άφθονους δημοσίους υπαλλήλους που αποσπούν από τις υπηρεσίες τους προς ιδίαν χρήση.
Ποιο άραγε να είναι το κίνητρο της απόκρυψης; Μα είναι προφανές. Συναινούμε άραγε, εμείς, οι φορολογούμενοι πολίτες, να πληρώνουμε μέσω των φόρων μας τη δυνατότητα των κομμάτων, εκτός από τα χρήματα της γενναιόδωρης κρατικής επιχορήγησης & τα χρήματα για τα ιδρύματά τους (η Ελλάδα σε όλα αυτά είναι μια από τις πιο γενναιόδωρες χώρες) να στελεχώνουν επιπλέον δωρεάν τους μηχανισμούς τους, επιλέγοντας για απόσπαση τους «δικούς τους» δημόσιους υπαλλήλους από το σύνολο των Δ/Υ; Γιατί τους αποσπασμένους, τα επιδόματά τους, τις υπερωρίες τους, εξακολουθεί να τους πληρώνει η υπηρεσία τους και όχι το κόμμα ή ο βουλευτής που τους απασχολεί.
Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, με βάση το Άρθρο74 του νόμου περί Αλλοδαπών, υπολόγισα πως το κόστος για το δημόσιο είναι οπωσδήποτε πάνω από 80.000.000 Ε τον χρόνο. Αυτό δεν συνυπολογίζει βέβαια και άλλα αφανή κόστη από υπερωρίες που απαιτούνται για να καλυφθούν τα κενά που αφήνουν οι αποσπασμένοι εκεί που φεύγουν ή τις αναγκαστικές νέες προσλήψεις που θα γίνουν για αναπλήρωση. Επίσης ποιο είναι το κόστος της ανοργανωσιάς που προκαλείται στο δημόσιο όταν με αυτό το διαρκές σύστημα αποσπάσεων, που είναι δύσκολο να παρακολουθείται, καταλήγουμε με μαθηματική ακρίβεια αλλού με υπεράριθμους και αλλού με ελλείψεις. Καταλήγουμε να έχουμε μερικούς που υπεραπασχολούνται ενώ άλλοι κάνουν αργομισθίες. Ποιο είναι ακόμη το κόστος των παρατυπιών που γίνονται (πληρωμή υπερωριών που δεν είναι σαφές ποιος ελέγχει, αφού τις εγκρίνει κάποιος που δεν τις πληρώνει ο ίδιος).
Δεν θα προτιμούσαμε, εμείς οι φορολογούμενοι αυτό το ποσό να πηγαίνει σε κοινωνικές παροχές, στην παιδία ή την υγεία; Δεν θα προτιμούσαμε ένα πιο οργανωμένο και αποτελεσματικό δημόσιο, που γνωρίζει και ελέγχει τι εργασίες και πού κάνουν οι υπάλληλοί του, ώστε να συντονίζει πιο σωστά τις ανάγκες και τις υπηρεσίες; Δεν θα προτιμούσαμε επιτέλους, τα ίδια τα κόμματα να αντιληφθούν πως τα κρατικά έσοδα- οι φόροι μας-- δεν είναι η κότα με τα χρυσά αυγά; Δεν θα θέλαμε να εγκαταλείψουν άμεσα αυτή τη νοοτροπία που μας έφερε εδώ που μας έφερε, στον κίνδυνο χρεοκοπίας;
Σήμερα μάλιστα, όταν οι πολίτες δεχόμαστε την λιτότητα ως αναγκαία για τη χώρα μας, δεν θα πρέπει σε δίκαιο και αντίστοιχο βαθμό, να την μοιραστούν μαζί μας και τα κόμματα; Τι θα θυσιάσουν αυτά από τα προνόμιά τους; Προς το παρόν δεν φαίνονται διατεθειμένα να χάσουν σχεδόν τίποτε.
Πρέπει εδώ να προσθέσω, πως ο θεσμός των αποσπάσεων δημοσίων υπαλλήλων είναι Ελληνική πατέντα—τουλάχιστον στην Ευρώπη, δεν έχω βρει καμία χώρα που να εφαρμόζει κάτι τέτοιο. Προφανώς, δεν είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας, αφού τόσες χώρες καταφέρνουν να έχουν και λειτουργικά κόμματα και δημοκρατία, χωρίς να μοίρασαν τέτοια προνόμια.
Αντίθετα, αν τα κόμματα με διαφανείς κι αξιοκρατικούς όρους υποχρεώνονταν να προσλάβουν νέους που τελειώνουν τα πανεπιστήμιά μας αλλά δεν βρίσκουν δουλειά, έστω και με τετραετείς συμβάσεις, δεν θα βοηθούσε να απαλυνθεί το πρόβλημα της ανεργίας; Δεν θα έδινε αξιόλογες εμπειρίες σε ένα σωρό νέους που θα αύξαναν τις δυνατότητές τους για μια καριέρα;
Κάποτε, ένα σχολικό μας αστείο ήταν να αναφερόμαστε σε έναν φανταστικό τίτλο έκθεσης ιδεών «Τι Σχέση έχει η Μαρμελάδα με την Αναδάσωση;» και να γελάμε με την απιθανότητά του συσχετισμού. Σήμερα όμως θα απαντήσω σε ένα αντίστοιχα αναπάντεχο ερώτημα για έκθεση ιδεών: «Τι Σχέση έχει η Παραμονή των Αλλοδαπών στη Χώρα μας με τις Αποσπάσεις Δημοσίων Υπαλλήλων από τα Κόμματα;»
Θα αποδείξω πως σχέση υπάρχει—τουλάχιστον στους εγκεφάλους των βουλευτών του κοινοβουλίου μας. Ψάχνοντας να δω τι ισχύει για τις αποσπάσεις Δημοσίων Υπαλλήλων από βουλευτές και κόμματα δεν βρήκα κανένα νόμο με αυτόν τον τίτλο. Ούτε καν παράγραφο νόμου. Γιατί; Προφανώς υπήρχε κάποιος λόγος ο νόμος αυτός να μην είναι σε κοινή θέα, να μην τον βρίσκουν όλοι, παρά μόνο οι μυημένοι στα κομματικά μυστικά. Που βρίσκεται λοιπόν; Σαν το αφανές εσωτερικό ενός κρεμμυδιού—που πρέπει επίπονα με δάκρυα στα μάτια να κόψεις για να το αποκαλύψεις-- είναι καλά κρυμμένος μέσα στον νόμο 2910/2001 με τον γενικό τίτλο «Είσοδος και παραμονή Αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια, κτήση της Ελληνικής Ιθαγένειας με πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις».
Προφανώς, στη φαντασία όσων το ψήφισαν στη βουλή, το «άλλες διατάξεις» επαρκεί για περιγράψει και να δικαιολογήσει την παρουσία οποιουδήποτε άρθρου άλλου άσχετου θέματος θέλουμε να μην φαίνεται, να μην συζητηθεί ευρέως και απασχολήσει την κοινή γνώμη. Επιπλέον, ενώ οι περισσότεροι παράγραφοι (άρθρα) έχουν κάποιον τίτλο που ορίζει το θέμα, το άρθρο 74 δεν έχει κανέναν τίτλο ενώ αφορά τελείως άλλο θέμα από το άρθρο 73 και το άρθρο 75. Πρέπει κανείς να αρχίσει την ανάγνωση του συγκεκριμένου για να διαπιστώσει πως το άρθρο 74 του νόμου περί Αλλοδαπών δεν αφορά καθόλου τους αλλοδαπούς αλλά την «εξυπηρέτηση» των κομμάτων, βουλευτών και ευρωβουλευτών με άφθονους δημοσίους υπαλλήλους που αποσπούν από τις υπηρεσίες τους προς ιδίαν χρήση.
Ποιο άραγε να είναι το κίνητρο της απόκρυψης; Μα είναι προφανές. Συναινούμε άραγε, εμείς, οι φορολογούμενοι πολίτες, να πληρώνουμε μέσω των φόρων μας τη δυνατότητα των κομμάτων, εκτός από τα χρήματα της γενναιόδωρης κρατικής επιχορήγησης & τα χρήματα για τα ιδρύματά τους (η Ελλάδα σε όλα αυτά είναι μια από τις πιο γενναιόδωρες χώρες) να στελεχώνουν επιπλέον δωρεάν τους μηχανισμούς τους, επιλέγοντας για απόσπαση τους «δικούς τους» δημόσιους υπαλλήλους από το σύνολο των Δ/Υ; Γιατί τους αποσπασμένους, τα επιδόματά τους, τις υπερωρίες τους, εξακολουθεί να τους πληρώνει η υπηρεσία τους και όχι το κόμμα ή ο βουλευτής που τους απασχολεί.
Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, με βάση το Άρθρο74 του νόμου περί Αλλοδαπών, υπολόγισα πως το κόστος για το δημόσιο είναι οπωσδήποτε πάνω από 80.000.000 Ε τον χρόνο. Αυτό δεν συνυπολογίζει βέβαια και άλλα αφανή κόστη από υπερωρίες που απαιτούνται για να καλυφθούν τα κενά που αφήνουν οι αποσπασμένοι εκεί που φεύγουν ή τις αναγκαστικές νέες προσλήψεις που θα γίνουν για αναπλήρωση. Επίσης ποιο είναι το κόστος της ανοργανωσιάς που προκαλείται στο δημόσιο όταν με αυτό το διαρκές σύστημα αποσπάσεων, που είναι δύσκολο να παρακολουθείται, καταλήγουμε με μαθηματική ακρίβεια αλλού με υπεράριθμους και αλλού με ελλείψεις. Καταλήγουμε να έχουμε μερικούς που υπεραπασχολούνται ενώ άλλοι κάνουν αργομισθίες. Ποιο είναι ακόμη το κόστος των παρατυπιών που γίνονται (πληρωμή υπερωριών που δεν είναι σαφές ποιος ελέγχει, αφού τις εγκρίνει κάποιος που δεν τις πληρώνει ο ίδιος).
Δεν θα προτιμούσαμε, εμείς οι φορολογούμενοι αυτό το ποσό να πηγαίνει σε κοινωνικές παροχές, στην παιδία ή την υγεία; Δεν θα προτιμούσαμε ένα πιο οργανωμένο και αποτελεσματικό δημόσιο, που γνωρίζει και ελέγχει τι εργασίες και πού κάνουν οι υπάλληλοί του, ώστε να συντονίζει πιο σωστά τις ανάγκες και τις υπηρεσίες; Δεν θα προτιμούσαμε επιτέλους, τα ίδια τα κόμματα να αντιληφθούν πως τα κρατικά έσοδα- οι φόροι μας-- δεν είναι η κότα με τα χρυσά αυγά; Δεν θα θέλαμε να εγκαταλείψουν άμεσα αυτή τη νοοτροπία που μας έφερε εδώ που μας έφερε, στον κίνδυνο χρεοκοπίας;
Σήμερα μάλιστα, όταν οι πολίτες δεχόμαστε την λιτότητα ως αναγκαία για τη χώρα μας, δεν θα πρέπει σε δίκαιο και αντίστοιχο βαθμό, να την μοιραστούν μαζί μας και τα κόμματα; Τι θα θυσιάσουν αυτά από τα προνόμιά τους; Προς το παρόν δεν φαίνονται διατεθειμένα να χάσουν σχεδόν τίποτε.
Πρέπει εδώ να προσθέσω, πως ο θεσμός των αποσπάσεων δημοσίων υπαλλήλων είναι Ελληνική πατέντα—τουλάχιστον στην Ευρώπη, δεν έχω βρει καμία χώρα που να εφαρμόζει κάτι τέτοιο. Προφανώς, δεν είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας, αφού τόσες χώρες καταφέρνουν να έχουν και λειτουργικά κόμματα και δημοκρατία, χωρίς να μοίρασαν τέτοια προνόμια.
Αντίθετα, αν τα κόμματα με διαφανείς κι αξιοκρατικούς όρους υποχρεώνονταν να προσλάβουν νέους που τελειώνουν τα πανεπιστήμιά μας αλλά δεν βρίσκουν δουλειά, έστω και με τετραετείς συμβάσεις, δεν θα βοηθούσε να απαλυνθεί το πρόβλημα της ανεργίας; Δεν θα έδινε αξιόλογες εμπειρίες σε ένα σωρό νέους που θα αύξαναν τις δυνατότητές τους για μια καριέρα;
Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010
Τα φώτα μας
Κάποτε ο κόσμος φωτίστηκε από τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό: ήταν η κύρια εξαγωγή μας προς τον δυτικό κόσμο γιατί είχαμε πρώτοι τη γνώση.
Σήμερα δίνουμε και πάλι τα φώτα μας στον κόσμο: αποδεικνύουμε πως οι γνωστοί νόμοι της οικονομίας δεν ισχύουν. Εξάγουμε παντού τις Ελληνικές οικονομικές ιδιαιτερότητες, αίνιγμα για το οποίο κανείς δεν ξέρει πως να δώσει λύση: γι άλλη μια φορά μόνο εμείς κατέχουμε τη γνώση.
Ετικέτες
οικονομία Ελλάδα πολιτισμός
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
Μπορούν οι αγρότες να γίνουν επιχειρηματίες;
Σκέψεις με αφορμή τα μπλόκα των αγροτών και όχι μόνο.
Πριν από λίγο καιρό, αφού επισκέφθηκα το χωριό μου, το Βογατσικό και είδα από κοντά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκεί οι εναπομείναντες αγρότες κουβεντιάζοντας μαζί τους-- λέω εναπομείναντες γιατί, όπως και στα περισσότερα μέρη πλέον, η αγροτική ζωή είναι ένα θλιβερό κατάλοιπο μιας οικονομίας που κάποτε ανθούσε-- προσπάθησα να σκεφθώ και να προτείνω πιθανές λύσεις.
Η αγωνία μου ήταν κυρίως μια: πως θα προσαρμοστούν αυτοί οι άνθρωποι στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που θα προκύψουν από το τέλος των επιδοτήσεων της ΕΕ το 2012.
Το δεύτερο—το ευρύτερο—κομμάτι της αγωνίας μου ήταν ότι υπολογίζεται πως μέχρι το 2020 πάνω από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατοικεί στις πόλεις. Αυτό από μόνο του οδηγεί σε ένα τεράστιο οικολογικό αδιέξοδο, αν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα διατροφής, ύδρευσης, ενέργειας, φυσικών πόρων, δημόσιου χώρου που αυτό συνεπάγεται, αλλά και εγκατάλειψης αγροτικής γης με παράλληλη εντατικοποίηση της παραγωγής σε λιγότερη όμως έκταση. Είναι λοιπόν το ζήτημα της αποκέντρωσης, του ζωντανέματος της υπαίθρου το μεγάλο στοίχημα της πολιτικής οικολογίας ίσως εξ ίσου σοβαρό με αυτό της κλιματικής αλλαγής.
Το τρίτο αλληλένδετο με τα προηγούμενα πρόβλημα που είχα κατά νου, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί αν και παράγουν το βασικότερο αγαθό μας, την τροφή, έχουν δυστυχώς την τελευταία θέση στην κοινωνία μας. Αντί να τους σεβόμαστε όπως θα έπρεπε, εφόσον από αυτούς εξαρτόμαστε όχι τόσο για το αν θα φάμε ή όχι, αλλά ιδίως για το αν η τροφή μας θα προάγει ή όχι την υγεία μας, τους έχουμε στριμώξει στη γωνία με το να μην τους προσφέρουμε τις δυνατότητες εξέλιξης, συμμετοχής και να τους θεωρούμε σχεδόν περιθωριακούς ή γραφικούς.
.......................... ..................
Η ίδιοι δεν έχουν συνείδηση της δύναμής τους ως τάξη, δεν ασχολούνται με το πως θα μπορούσαν να προβάλλουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στην κοινωνία, ώστε να νοιώσουμε και εμείς πόσο εξαρτόμαστε από αυτούς. Η μόνη διέξοδος γι αυτούς μοιάζει να είναι—αφού η αυτοεκτίμησή τους έχει χαθεί-- να κλείσουν τους δρόμους μας με τα τρακτέρ—κάτι που εμείς συνήθως απλώς βλέπουμε αρνητικά αφού μας ενοχλεί, χωρίς να συλλογιζόμαστε πώς είναι η ζωή τους, από τι συμπληγάδες έχουν περάσει και πως θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Δεν αναλογιζόμαστε πόσο ζωτική είναι η σχέση μας μαζί τους. Δεν πάει ο νους μας πως αν η ζωή των αγροτών ήταν καλύτερη, θα ήταν κι η δική μας επίσης.
Εκείνοι απ την πλευρά τους δεν ξέρουν να μας εξηγήσουν πως χωρίς δικηγόρους θα επιβιώσουμε, χωρίς αγρότες όμως όχι, αλλά παραδόξως, για κάποιον λόγο ο δικηγόρος είναι που έχει μια κοινωνική θέση ενώ ο αγρότης όχι.
Χωρίς τους παραδοσιακούς αγρότες κινδυνεύουμε όλοι μας να καταλήξουμε να τρεφόμαστε με βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, προϊόντα εντατικής καλλιέργειας ή εκτροφής, εφόσον τα μικρά χωράφια σε ορεινά ή ημιορεινά θα έχουν εγκαταλειφθεί. Στην Ελλάδα μάλιστα τα περισσότερα θα είναι εισαγόμενα.
.......................... .......................... ...................
Είναι λοιπόν προφανές πως κάτι πρέπει να αλλάξει.
Αλλά πριν θελήσουμε να αλλάξουν οι αγρότες ίσως πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς τον τρόπο που τους βλέπουμε.
Οργάνωσα λοιπόν στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δήμου στο Βογατσικό μια συζήτηση, καλώντας κι έναν ειδικό στις βιολογικές καλλιέργειες, με στόχο να διαδοθούν και συζητηθούν ιδέες που θα τους βοηθούσαν να αξιοποιήσουν τα κονδύλια της ΕΕ και τα Ελληνικά προγράμματα για υποδομές ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά. Ήρθαν πολλοί στην αίθουσα του δήμου, καμία σαρανταριά και η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, όμως αυτό εκδηλώθηκε ιδίως όπου αφορούσε ζητήματα πρακτικά όπως πότε και πως φυτεύεις αυτό εκείνο ή το άλλο ή πως εκτελείς διάφορες εργασίες. Εκεί φάνηκε πως ήταν πολύ χρήσιμη η ημερίδα, αφού υπήρχαν και πολλές ερωτήσεις και ανταλλάχθηκαν ιδέες.
Όμως μέχρι εκεί. Όταν η συζήτηση πήγε στο μέλλον, την οργάνωση και την αναγκαστική στροφή οπτικής από τον αγρότη «παραγωγό» στον σύγχρονο αγρότη «επιχειρηματία», στην ανάγκη για ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, τη σύνδεση της τοπικής παραγωγής με τον άλλες δραστηριότητες όπως τον τουρισμό, την ολοκληρωμένη διαχείριση, διαπίστωσα μια απόλυτη και ακραία απαισιοδοξία εκ μέρους των περισσότερων.
Ό,τι ελέχθη έμοιαζε να ενισχύει το αδιέξοδο. Έμοιαζαν με μια φυλή που ξέρει εκ των προτέρων πως θα εξαφανιστεί, έχει αποδεχτεί τη μοίρα της και απλώς περιμένει πλέον παθητικά τις εξελίξεις. Γιατί; Γιατί σήμερα οι περισσότεροι αγρότες στα χωριά είναι στο κενό: δεν μπορούν να εξακολουθήσουν ούτε την παράδοση, ούτε και να αλλάξουν τώρα ξαφνικά επάγγελμα γιατί αλλάζοντας την οπτική τους γωνία, όπως απαιτεί ο ανταγωνισμός, είναι σαν να πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα. Χρειάζεται να τα μάθουν όλα από την αρχή, να πάνε πάλι σχολείο.
Αυτή η μετέωρη κατάσταση—που διαρκεί εδώ και χρόνια—είναι και αυτή που τους κάνει να κρέμονται παθητικά από τις επιδοτήσεις και γι αυτήν την εξάρτησή τους η αστική κοινωνία με τις αξίες που εκείνη σπέρνει στην ύπαιθρο έχει ευθύνες. Αφ’ ενός γιατί τους έκανε εξαρτημένους και περιθωριακούς, αφετέρου γιατί δεν τους βοήθησε να αλλάξουν, να προσαρμοστούν, μέχρι που βρέθηκαν προ τετελεσμένων και αίφνης όλα πρέπει να γίνουν εν μια νυκτί, να διορθωθούν όλα τα στραβά, παραλείψεις και λάθη ετών στην αγροτική πολιτική.
Ενώ κάποτε η αγροτική ζωή ήταν μέρος της οικονομίας της υπαίθρου που επέτρεπε την αυτονομία των νοικοκυριών σε τρόφιμα, σήμερα – συχνά κι εξ αιτίας νόμων και ρυθμίσεων που έως και απαγόρευσαν την παραγωγή πολλών προϊόντων στα σπίτια και τις ανταλλαγές ούτε η αυτονομία επιτυγχάνεται επαρκώς πλέον (αντίθετα προβάλλεται στις νεότερες γενιές η υπερκατανάλωση ως αξία ) αλλά ούτε και το εισόδημα των αγροτών είναι τέτοιο που να τους επιτρέπει να είναι καταναλωτές.
Από την άλλη όλο και περισσότερο πιέζονται οι τιμές που μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους όταν αγοράζονται από εταιρίες, ώστε η επιβίωση χωρίς επιδοτήσεις να μοιάζει αδύνατη, εκτός κι αν οι ίδιοι πια ανταγωνιστούν τις εταιρίες. Οι συνεταιρισμοί είτε απέτυχαν είτε έγιναν άλλης μορφής εταιρείες και συνεπώς ξέφυγαν από τον στόχο τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Βογατσικό το γάλα είναι άφθονο, για να παραχθεί τυρί ( που κάποτε είχε κάθε σπίτι ) πρέπει να γίνουν πλέον επενδύσεις—που είναι ίσως αμφίβολο αν θα είναι κι ανταποδοτικές—για να γίνει σύγχρονο τυροκομείο με ειδικό προσωπικό και ούτω καθ εξής. Χωριό λοιπόν που παράγει γάλα πρέπει να αγοράζει τυρί από μεγάλες εταιρίες.
Φαίνεται λοιπόν πως οι περισσότεροι πια, αδυνατώντας ψυχολογικά, πρακτικά, οικονομικά, η λόγω ανεπαρκών γνώσεων, δεν μπορούν, δεν ενδιαφέρονται καν να αλλάξουν τον ρόλο τους—που θα τους κάνει να μοιάσουν περισσότερο με έμπορους γιατί οι ίδιοι θα πρέπει να βρίσκουν και να προσελκύουν την πελατεία τους, να προβάλλουν το προϊόν τους με σύγχρονα μέσα όπως το «branding», αλλά να το παράγουν αν όχι βιομηχανικά, με σύγχρονο τρόπο ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ έξω από τη φύση τους, αυτό που έχουν μάθει, αυτό που θέλουν να είναι, μοιάζει σαν να μου πείτε εμένα ξαφνικά πως πρέπει να γίνω πυρηνικός φυσικός για να επιβιώσω.
Η απαισιοδοξία (μήπως μοιρολατρία) λοιπόν εκφράζεται με πολλούς τρόπους:
Πλήρη αδυναμία έως και φοβία να συνεννοηθούν με τους φορείς και τη γραφειοκρατία.
Πλήρη αδυναμία να δράσουν από μόνοι τους, η με συνεργασίες και να αλλάξουν μεθόδους και σκεπτικό.
Πλήρη αδυναμία να σκεφθούν συνδυαστικά, με σύγχρονους όρους του «μάρκετινγκ».
Και αν δεν πάει το συναίσθημα στην μοιρολατρία , πάει στην οργή και στα μπλόκα.
Αυτή είναι η πρόκληση σήμερα.
Είναι πρώτα αναγκαίο να κατανοήσουμε τους αγρότες, παρότι μας βρίσκουν ίσως αντίθετους τα μπλόκα, να τους δώσουμε τον σεβασμό μας, την ξεχωριστή από τα άλλα επαγγέλματα θέση τους και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να τους συνδράμουμε με ειλικρίνεια να πετύχουν.
Πρέπει να τους παρέχουμε αφειδώς εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες, στη διαχείριση, στο μάρκετινγ ώσπου όλα αυτά να γίνουν στοιχεία της επαγγελματικής τους ταυτότητας, να μπορέσουν ξεφύγουν από την μονοδιάστατη έννοια της παραγωγής, ενώ παράλληλα θα ενισχύουμε την τοπικότητα, την τοπική αυτονομία σε τρόφιμα, τις δυνατότητες άμεσης διάθεσης των προϊόντων από τους παραγωγούς, προβάλλοντας όλοι μας την αξία τους, την διαφορά τους από την βιομηχανική γεωργία, τη σημασία τους για την υγεία μας, την ποιότητα ζωής μας. Εμείς, οι καταναλωτές πρέπει πρώτοι να δώσουμε την αξία στο προϊόντα τους.
Πρέπει να τους βοηθήσουμε να βρουν αγορές για τα προϊόντα τους, να προσαρμόζονται στη ζήτηση, να προσθέτουν διαφορετικές και συμπληρωματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στην εκμεταλλεύσεις τους, να ερευνούν την αγορά, να βρίσκουν τρόπους να προωθούν τα προϊόντα τους, να ενισχύσουμε νέους να επιλέξουν αυτή τη δουλειά, ώστε να ανανεωθεί το ανθρώπινο δυναμικό και να υπάρξει έδαφος για καινοτομία.
Αυτή η προσαρμογή είναι επίπονη και θέλει χρόνο. Το ότι δεν άρχισε νωρίτερα είναι το μεγάλο λάθος το οποίο δυστυχώς συνεχίζει και ο αγροτικός συνδικαλισμός. Όλες οι αλλαγές ψυχολογίας και νοοτροπίας απαιτούν δουλειά σε πολλά επίπεδα Οι αγρότες είχαν την ψυχολογία του παραγωγού που καλλιεργεί, παραδίδει το προϊόν στο συνεταιρισμό και εισπράττει. Αυτό πλέον απλώς δεν αρκεί. Δεν τους ενδιέφερε μέχρι τώρα η αγορά και που προοριζόταν το προϊόν τους, δεν ήταν δικό τους θέμα, δεν πίστευαν πως αυτό έπρεπε να τους προβληματίσει μια μέρα: η πραγματικότητα αυτή τους αιφνιδίασε.
Αυτό το κομμάτι υποτίθεται το είχαν αναλάβει οι γεωργικοί συνεταιρισμοί. Τώρα όμως που οι γεωργικοί συνεταιρισμοί έχουν αποτύχει και πρέπει πλέον ν' αναλάβουν μόνοι τους, νιώθουν πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσουν με τους σημερινούς όρους της οικονομίας. Πόσοι τελικά έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες;
Εκτός κι αν αλλάξουν οι συνθήκες και ο παραγωγός μπορεί να επιβιώσει πάλι ως απλός παραγωγός, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω.
Πριν από λίγο καιρό, αφού επισκέφθηκα το χωριό μου, το Βογατσικό και είδα από κοντά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκεί οι εναπομείναντες αγρότες κουβεντιάζοντας μαζί τους-- λέω εναπομείναντες γιατί, όπως και στα περισσότερα μέρη πλέον, η αγροτική ζωή είναι ένα θλιβερό κατάλοιπο μιας οικονομίας που κάποτε ανθούσε-- προσπάθησα να σκεφθώ και να προτείνω πιθανές λύσεις.
Η αγωνία μου ήταν κυρίως μια: πως θα προσαρμοστούν αυτοί οι άνθρωποι στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που θα προκύψουν από το τέλος των επιδοτήσεων της ΕΕ το 2012.
Το δεύτερο—το ευρύτερο—κομμάτι της αγωνίας μου ήταν ότι υπολογίζεται πως μέχρι το 2020 πάνω από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατοικεί στις πόλεις. Αυτό από μόνο του οδηγεί σε ένα τεράστιο οικολογικό αδιέξοδο, αν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα διατροφής, ύδρευσης, ενέργειας, φυσικών πόρων, δημόσιου χώρου που αυτό συνεπάγεται, αλλά και εγκατάλειψης αγροτικής γης με παράλληλη εντατικοποίηση της παραγωγής σε λιγότερη όμως έκταση. Είναι λοιπόν το ζήτημα της αποκέντρωσης, του ζωντανέματος της υπαίθρου το μεγάλο στοίχημα της πολιτικής οικολογίας ίσως εξ ίσου σοβαρό με αυτό της κλιματικής αλλαγής.
Το τρίτο αλληλένδετο με τα προηγούμενα πρόβλημα που είχα κατά νου, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί αν και παράγουν το βασικότερο αγαθό μας, την τροφή, έχουν δυστυχώς την τελευταία θέση στην κοινωνία μας. Αντί να τους σεβόμαστε όπως θα έπρεπε, εφόσον από αυτούς εξαρτόμαστε όχι τόσο για το αν θα φάμε ή όχι, αλλά ιδίως για το αν η τροφή μας θα προάγει ή όχι την υγεία μας, τους έχουμε στριμώξει στη γωνία με το να μην τους προσφέρουμε τις δυνατότητες εξέλιξης, συμμετοχής και να τους θεωρούμε σχεδόν περιθωριακούς ή γραφικούς.
..........................
Η ίδιοι δεν έχουν συνείδηση της δύναμής τους ως τάξη, δεν ασχολούνται με το πως θα μπορούσαν να προβάλλουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στην κοινωνία, ώστε να νοιώσουμε και εμείς πόσο εξαρτόμαστε από αυτούς. Η μόνη διέξοδος γι αυτούς μοιάζει να είναι—αφού η αυτοεκτίμησή τους έχει χαθεί-- να κλείσουν τους δρόμους μας με τα τρακτέρ—κάτι που εμείς συνήθως απλώς βλέπουμε αρνητικά αφού μας ενοχλεί, χωρίς να συλλογιζόμαστε πώς είναι η ζωή τους, από τι συμπληγάδες έχουν περάσει και πως θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Δεν αναλογιζόμαστε πόσο ζωτική είναι η σχέση μας μαζί τους. Δεν πάει ο νους μας πως αν η ζωή των αγροτών ήταν καλύτερη, θα ήταν κι η δική μας επίσης.
Εκείνοι απ την πλευρά τους δεν ξέρουν να μας εξηγήσουν πως χωρίς δικηγόρους θα επιβιώσουμε, χωρίς αγρότες όμως όχι, αλλά παραδόξως, για κάποιον λόγο ο δικηγόρος είναι που έχει μια κοινωνική θέση ενώ ο αγρότης όχι.
Χωρίς τους παραδοσιακούς αγρότες κινδυνεύουμε όλοι μας να καταλήξουμε να τρεφόμαστε με βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, προϊόντα εντατικής καλλιέργειας ή εκτροφής, εφόσον τα μικρά χωράφια σε ορεινά ή ημιορεινά θα έχουν εγκαταλειφθεί. Στην Ελλάδα μάλιστα τα περισσότερα θα είναι εισαγόμενα.
..........................
Είναι λοιπόν προφανές πως κάτι πρέπει να αλλάξει.
Αλλά πριν θελήσουμε να αλλάξουν οι αγρότες ίσως πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς τον τρόπο που τους βλέπουμε.
Οργάνωσα λοιπόν στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δήμου στο Βογατσικό μια συζήτηση, καλώντας κι έναν ειδικό στις βιολογικές καλλιέργειες, με στόχο να διαδοθούν και συζητηθούν ιδέες που θα τους βοηθούσαν να αξιοποιήσουν τα κονδύλια της ΕΕ και τα Ελληνικά προγράμματα για υποδομές ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά. Ήρθαν πολλοί στην αίθουσα του δήμου, καμία σαρανταριά και η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, όμως αυτό εκδηλώθηκε ιδίως όπου αφορούσε ζητήματα πρακτικά όπως πότε και πως φυτεύεις αυτό εκείνο ή το άλλο ή πως εκτελείς διάφορες εργασίες. Εκεί φάνηκε πως ήταν πολύ χρήσιμη η ημερίδα, αφού υπήρχαν και πολλές ερωτήσεις και ανταλλάχθηκαν ιδέες.
Όμως μέχρι εκεί. Όταν η συζήτηση πήγε στο μέλλον, την οργάνωση και την αναγκαστική στροφή οπτικής από τον αγρότη «παραγωγό» στον σύγχρονο αγρότη «επιχειρηματία», στην ανάγκη για ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, τη σύνδεση της τοπικής παραγωγής με τον άλλες δραστηριότητες όπως τον τουρισμό, την ολοκληρωμένη διαχείριση, διαπίστωσα μια απόλυτη και ακραία απαισιοδοξία εκ μέρους των περισσότερων.
Ό,τι ελέχθη έμοιαζε να ενισχύει το αδιέξοδο. Έμοιαζαν με μια φυλή που ξέρει εκ των προτέρων πως θα εξαφανιστεί, έχει αποδεχτεί τη μοίρα της και απλώς περιμένει πλέον παθητικά τις εξελίξεις. Γιατί; Γιατί σήμερα οι περισσότεροι αγρότες στα χωριά είναι στο κενό: δεν μπορούν να εξακολουθήσουν ούτε την παράδοση, ούτε και να αλλάξουν τώρα ξαφνικά επάγγελμα γιατί αλλάζοντας την οπτική τους γωνία, όπως απαιτεί ο ανταγωνισμός, είναι σαν να πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα. Χρειάζεται να τα μάθουν όλα από την αρχή, να πάνε πάλι σχολείο.
Αυτή η μετέωρη κατάσταση—που διαρκεί εδώ και χρόνια—είναι και αυτή που τους κάνει να κρέμονται παθητικά από τις επιδοτήσεις και γι αυτήν την εξάρτησή τους η αστική κοινωνία με τις αξίες που εκείνη σπέρνει στην ύπαιθρο έχει ευθύνες. Αφ’ ενός γιατί τους έκανε εξαρτημένους και περιθωριακούς, αφετέρου γιατί δεν τους βοήθησε να αλλάξουν, να προσαρμοστούν, μέχρι που βρέθηκαν προ τετελεσμένων και αίφνης όλα πρέπει να γίνουν εν μια νυκτί, να διορθωθούν όλα τα στραβά, παραλείψεις και λάθη ετών στην αγροτική πολιτική.
Ενώ κάποτε η αγροτική ζωή ήταν μέρος της οικονομίας της υπαίθρου που επέτρεπε την αυτονομία των νοικοκυριών σε τρόφιμα, σήμερα – συχνά κι εξ αιτίας νόμων και ρυθμίσεων που έως και απαγόρευσαν την παραγωγή πολλών προϊόντων στα σπίτια και τις ανταλλαγές ούτε η αυτονομία επιτυγχάνεται επαρκώς πλέον (αντίθετα προβάλλεται στις νεότερες γενιές η υπερκατανάλωση ως αξία ) αλλά ούτε και το εισόδημα των αγροτών είναι τέτοιο που να τους επιτρέπει να είναι καταναλωτές.
Από την άλλη όλο και περισσότερο πιέζονται οι τιμές που μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους όταν αγοράζονται από εταιρίες, ώστε η επιβίωση χωρίς επιδοτήσεις να μοιάζει αδύνατη, εκτός κι αν οι ίδιοι πια ανταγωνιστούν τις εταιρίες. Οι συνεταιρισμοί είτε απέτυχαν είτε έγιναν άλλης μορφής εταιρείες και συνεπώς ξέφυγαν από τον στόχο τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Βογατσικό το γάλα είναι άφθονο, για να παραχθεί τυρί ( που κάποτε είχε κάθε σπίτι ) πρέπει να γίνουν πλέον επενδύσεις—που είναι ίσως αμφίβολο αν θα είναι κι ανταποδοτικές—για να γίνει σύγχρονο τυροκομείο με ειδικό προσωπικό και ούτω καθ εξής. Χωριό λοιπόν που παράγει γάλα πρέπει να αγοράζει τυρί από μεγάλες εταιρίες.
Φαίνεται λοιπόν πως οι περισσότεροι πια, αδυνατώντας ψυχολογικά, πρακτικά, οικονομικά, η λόγω ανεπαρκών γνώσεων, δεν μπορούν, δεν ενδιαφέρονται καν να αλλάξουν τον ρόλο τους—που θα τους κάνει να μοιάσουν περισσότερο με έμπορους γιατί οι ίδιοι θα πρέπει να βρίσκουν και να προσελκύουν την πελατεία τους, να προβάλλουν το προϊόν τους με σύγχρονα μέσα όπως το «branding», αλλά να το παράγουν αν όχι βιομηχανικά, με σύγχρονο τρόπο ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ έξω από τη φύση τους, αυτό που έχουν μάθει, αυτό που θέλουν να είναι, μοιάζει σαν να μου πείτε εμένα ξαφνικά πως πρέπει να γίνω πυρηνικός φυσικός για να επιβιώσω.
Η απαισιοδοξία (μήπως μοιρολατρία) λοιπόν εκφράζεται με πολλούς τρόπους:
Πλήρη αδυναμία έως και φοβία να συνεννοηθούν με τους φορείς και τη γραφειοκρατία.
Πλήρη αδυναμία να δράσουν από μόνοι τους, η με συνεργασίες και να αλλάξουν μεθόδους και σκεπτικό.
Πλήρη αδυναμία να σκεφθούν συνδυαστικά, με σύγχρονους όρους του «μάρκετινγκ».
Και αν δεν πάει το συναίσθημα στην μοιρολατρία , πάει στην οργή και στα μπλόκα.
Αυτή είναι η πρόκληση σήμερα.
Είναι πρώτα αναγκαίο να κατανοήσουμε τους αγρότες, παρότι μας βρίσκουν ίσως αντίθετους τα μπλόκα, να τους δώσουμε τον σεβασμό μας, την ξεχωριστή από τα άλλα επαγγέλματα θέση τους και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να τους συνδράμουμε με ειλικρίνεια να πετύχουν.
Πρέπει να τους παρέχουμε αφειδώς εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες, στη διαχείριση, στο μάρκετινγ ώσπου όλα αυτά να γίνουν στοιχεία της επαγγελματικής τους ταυτότητας, να μπορέσουν ξεφύγουν από την μονοδιάστατη έννοια της παραγωγής, ενώ παράλληλα θα ενισχύουμε την τοπικότητα, την τοπική αυτονομία σε τρόφιμα, τις δυνατότητες άμεσης διάθεσης των προϊόντων από τους παραγωγούς, προβάλλοντας όλοι μας την αξία τους, την διαφορά τους από την βιομηχανική γεωργία, τη σημασία τους για την υγεία μας, την ποιότητα ζωής μας. Εμείς, οι καταναλωτές πρέπει πρώτοι να δώσουμε την αξία στο προϊόντα τους.
Πρέπει να τους βοηθήσουμε να βρουν αγορές για τα προϊόντα τους, να προσαρμόζονται στη ζήτηση, να προσθέτουν διαφορετικές και συμπληρωματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στην εκμεταλλεύσεις τους, να ερευνούν την αγορά, να βρίσκουν τρόπους να προωθούν τα προϊόντα τους, να ενισχύσουμε νέους να επιλέξουν αυτή τη δουλειά, ώστε να ανανεωθεί το ανθρώπινο δυναμικό και να υπάρξει έδαφος για καινοτομία.
Αυτή η προσαρμογή είναι επίπονη και θέλει χρόνο. Το ότι δεν άρχισε νωρίτερα είναι το μεγάλο λάθος το οποίο δυστυχώς συνεχίζει και ο αγροτικός συνδικαλισμός. Όλες οι αλλαγές ψυχολογίας και νοοτροπίας απαιτούν δουλειά σε πολλά επίπεδα Οι αγρότες είχαν την ψυχολογία του παραγωγού που καλλιεργεί, παραδίδει το προϊόν στο συνεταιρισμό και εισπράττει. Αυτό πλέον απλώς δεν αρκεί. Δεν τους ενδιέφερε μέχρι τώρα η αγορά και που προοριζόταν το προϊόν τους, δεν ήταν δικό τους θέμα, δεν πίστευαν πως αυτό έπρεπε να τους προβληματίσει μια μέρα: η πραγματικότητα αυτή τους αιφνιδίασε.
Αυτό το κομμάτι υποτίθεται το είχαν αναλάβει οι γεωργικοί συνεταιρισμοί. Τώρα όμως που οι γεωργικοί συνεταιρισμοί έχουν αποτύχει και πρέπει πλέον ν' αναλάβουν μόνοι τους, νιώθουν πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσουν με τους σημερινούς όρους της οικονομίας. Πόσοι τελικά έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες;
Εκτός κι αν αλλάξουν οι συνθήκες και ο παραγωγός μπορεί να επιβιώσει πάλι ως απλός παραγωγός, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω.
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
Αϊτή
Το πότε και πού θα γίνει σεισμός, το καθορίζει η φύση.
Το πόσο μια κοινωνία μπορεί να προστατευτεί ή όχι από τις συνέπειες ενός σεισμού ή άλλων «φυσικών» καταστροφών και προβλημάτων και να λαμβάνει προληπτικά μέτρα, δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι ζήτημα που ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό οι ανθρώπινες κοινωνίες ανάλογα με το πόσο οργανωμένες είναι και πόσο έχουν προβλέψει με τις πολιτικές τους επιλογές τις επιπτώσεις του τρόπου που λειτουργεί η φύση στην κοινωνία τους. Το αποτέλεσμα σχετίζεται με το πόσο έχουν ή όχι σεβαστεί τα μεγέθη της, τις δυνάμεις και δυναμικές της: οι καταστροφές μπορεί να είναι τεράστιες ή μικρότερες. ¨Ένα μικρό παράδειγμα τέτοιων σχέσεων κοινωνίας και φύσης είναι το εξής: η βροχή είναι φυσικό φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει και ζημιές, όμως αν εμείς έχουμε χτίσει στα ρέματα, το φυσικό αυτό φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο.
Στην απολύτως απροστάτευτη Αϊτή η φύση φάνηκε όσο σκληρότερη μπορεί να είναι. Προκάλεσε το μέγιστο των δυνατών καταστροφών.
Χτύπησε αλύπητα μία περιοχή ήδη πολύ προβληματική κυρίως εξ αιτίας της περιβαλλοντικής υποβάθμισης που είχε προκαλέσει τρομερή φτώχεια και συγκέντρωση σε απέραντες παραγκουπόλεις που με τη σειρά τους φέρνουν περισσότερη υποβάθμιση σαν κατιούσα σπείρα.
Η διεθνής οικονομική βοήθεια, τόσα χρόνια, δεν έχει καταφέρει να βελτιώσει υπόβαθρο της κατάστασης, μπορεί μεν να κράτησε κάποιους στη ζωή, όμως δεν αύξησε τις ελπίδες τους για το μέλλον. Πολύ πιθανά απλώς προσέθεσε διάφορες εξαρτήσεις που χειροτερεύουν τα πράγματα, αφού δεν έδωσε μακροπρόθεσμες βιώσιμες λύσεις και διεξόδους. Σε αυτό δεν ασφαλώς δεν φταίνε διόλου οι Αϊτινοί, αλλά πολλές πολύ ισχυρότερες διεθνείς πιέσεις και ξένα συμφέροντα που εξυπηρετήθηκαν μέσω της διαφθοράς στη χώρα τους.
Η Αϊτή αποτελεί μια χώρα δειγματολόγιο για κάθε λογής κοινωνικό, οικονομικό και οικολογικό πρόβλημα: δικτατορίες, διαφθορά, καταστροφή των δασών, διάβρωση των εδαφών, ακραία φτώχεια, παρανομία και λαθρεμπόριο, ασθένειες, ανασφάλεια, όλα μαζί συνθέτουν έναν φαύλο κύκλο αλληλοεξαρτώμενων προβλημάτων που βυθίζουν σταδιακά τη χώρα σε όλο και βαθύτερο αδιέξοδο.
Ο σεισμός τώρα μοιάζει με το απότομο τέλος μιας ούτως ή άλλως μη βιώσιμης πορείας.
Αποτελεί, δυστυχώς, η σημερινή Αϊτή, απογοήτευση των δούλων που εξεγέρθηκαν κάποτε ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.
Εμείς όμως δεν πρέπει να τους απογοητεύσουμε.
Δεν έχουμε λοιπόν μόνο να αντιμετωπίσουμε μια φυσική καταστροφή στην Αϊτή. Δεν αρκεί απλώς ανέγερση των κτηρίων και αναδημιουργία των όποιων υποδομών. Υπάρχει και μια μακροπρόθεσμη διάσταση που πρέπει επειγόντως να ειδωθεί. Η διεθνής βοήθεια πρέπει να φροντίσει τόσο για την άμεση διάσωση, την υγεία και την ανοικοδόμηση όσο και για την βελτίωση της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους ώστε να μπορέσει να ανορθωθεί πρώτα απ όλα η οικολογία της Αϊτής, τα δάση και η καλλιεργήσιμη γη. Να μπορέσει να σταθεί η οικονομία της σε στερεή βάση.
Να μπορέσει η Αϊτή να σταθεί στα πόδια της, αυτόνομα, να ξεφύγει από την παγίδα της ακραίας φτώχειας.
Αν δεν κοιτάξουμε τώρα την βιωσιμότητα το πρόβλήμα απλώς θα διαιωνίζεται μέχρι τον επόμενο κυκλώνα, σεισμό ή πλημμύρα.
Η φύση ενεργεί όπως ξέρει, αδιαφορώντας για μας, στο χέρι μας είναι να μην αδιαφορήσουμε γι αυτήν.
Μήπως όμως σήμερα όλοι είμαστε λίγο σαν την Αϊτή, απολύτως ανέτοιμοι για την επόμενη κίνηση της φύσης; Εμένα κάτι έρχεται στον νου όταν ακούω για αλλαγή του κλίματος και τις συνεπαγόμενες καταστροφές και αλλοιώσεις που αυτό θα προκαλέσει; Ετοιμαζόμαστε άραγε ως παγκόσμια κοινωνία; Να θυμίσω την Κοπενχάγη;
Ετικέτες
Αϊτή,
διεθνής βοήθεια,
καταστροφές,
σεισμός,
φτώχεια,
φύση
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010
Ραγκουτσάρια
Ραγκουτσάρια
Υπάρχει πραγματική χαρά; Υπάρχει γνήσια διασκέδαση; Υπάρχει αληθινό καρναβάλι και ξεφάντωμα, αυθόρμητο, χωρίς ψεύτικο στήσιμο, χωρίς «δήθεν» ψευτο-καλλιτεχνικές υποστάσεις, όπου όλοι και όλα συνυπάρχουν, συμμετέχουν και εκφράζονται όπως θέλουν; Φαίνεται πως ναι, ακόμη κάπου υπάρχει, επιβιώνει σε πείσμα της εμπορευματοποίησης των πάντων. Τα Φώτα ήμουν στην Καστοριά, στα Ραγκουτσάρια. Στριμώχτηκα, ποδοπατήθηκα, ποδοπάτησα ανεβαίνοντας δυο φορές την ανηφόρα με τις χίλιες ορχήστρες και τα μπουλούκια, τα λουκάνικα, τους χαλβάδες και τις μεταμφιέσεις. Την πρώτη φορά ήμουν μόνος, την δεύτερη με καλή παρέα—που δημιουργήθηκε επί τόπου. Δεν άντεξα να μην διασκεδάσω, να μην συμμετέχω στην πρωτόγνωρη χαρά, εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης και ανεργίας που κατά τα άλλα μαστίζει τον νομό. Ένοιωσα αυτό που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους, όλους: ελπίδα, χαρά, ομόνοια. Πάνω απ όλα είμαστε μαζί όλοι εδώ ενωμένοι, μοιραζόμαστε τη χαρά της ζωής. Αντιγράφω δυο λόγια για το έθιμο εδώ: Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια), αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα που οι ρίζες τους φτάνουν στους πρω'ι'μους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορεστιείς και αποτελούν σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου Ελληνικού Καρναβαλιού και όχι έθιμο ξενόφερτο όπως το καθιερωμένο καρναβάλι της Αποκριάς και γιορτάζεται στις 6,7,και 8 Γενάρη. Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε "μπουλούκια", από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα "όργανα" του που γλεντούν, μέσα σ'ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκά'ι'ντες κ.α.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λα'ι'κά "τακούμια", κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη.
Υπάρχει πραγματική χαρά; Υπάρχει γνήσια διασκέδαση; Υπάρχει αληθινό καρναβάλι και ξεφάντωμα, αυθόρμητο, χωρίς ψεύτικο στήσιμο, χωρίς «δήθεν» ψευτο-καλλιτεχνικές υποστάσεις, όπου όλοι και όλα συνυπάρχουν, συμμετέχουν και εκφράζονται όπως θέλουν; Φαίνεται πως ναι, ακόμη κάπου υπάρχει, επιβιώνει σε πείσμα της εμπορευματοποίησης των πάντων. Τα Φώτα ήμουν στην Καστοριά, στα Ραγκουτσάρια. Στριμώχτηκα, ποδοπατήθηκα, ποδοπάτησα ανεβαίνοντας δυο φορές την ανηφόρα με τις χίλιες ορχήστρες και τα μπουλούκια, τα λουκάνικα, τους χαλβάδες και τις μεταμφιέσεις. Την πρώτη φορά ήμουν μόνος, την δεύτερη με καλή παρέα—που δημιουργήθηκε επί τόπου. Δεν άντεξα να μην διασκεδάσω, να μην συμμετέχω στην πρωτόγνωρη χαρά, εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης και ανεργίας που κατά τα άλλα μαστίζει τον νομό. Ένοιωσα αυτό που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους, όλους: ελπίδα, χαρά, ομόνοια. Πάνω απ όλα είμαστε μαζί όλοι εδώ ενωμένοι, μοιραζόμαστε τη χαρά της ζωής. Αντιγράφω δυο λόγια για το έθιμο εδώ: Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια), αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα που οι ρίζες τους φτάνουν στους πρω'ι'μους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορεστιείς και αποτελούν σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου Ελληνικού Καρναβαλιού και όχι έθιμο ξενόφερτο όπως το καθιερωμένο καρναβάλι της Αποκριάς και γιορτάζεται στις 6,7,και 8 Γενάρη. Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε "μπουλούκια", από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα "όργανα" του που γλεντούν, μέσα σ'ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκά'ι'ντες κ.α.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λα'ι'κά "τακούμια", κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)