Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Κυνήγι και Βιοποικιλότητα


Σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του «Collapse» ο Jarred Diamond   περιγράφει μια μονάδα εξόρυξης πετρελαίου στην Παπούα Νέα Γουινέα. Η μονάδα κατασκευάστηκε με προσοχή ώστε να καταστρέψει όσο δυνατόν λιγότερο από το δάσος,  ανοίγοντας στενούς δρόμους και ειδικό σύστημα εξόρυξης που δεν απαιτεί χρήση μεγάλης επιφάνειας εδάφους. Η κύρια όμως  αλλαγή που έφερε στην περιοχή είναι ότι σε μεγάλη έκταση γύρω από την μονάδα  απαγορεύτηκε αυστηρά το κυνήγι για λόγους ασφαλείας. Το αποτέλεσμα, περιγράφει ο  Diamond, σε λίγο χρόνο ήταν θεαματικό: πολλά σπάνια κι απειλούμενα είδη που επιζούσαν μίλια μακριά από κει, απομονωμένα σε απάτητο παρθένο δάσος, όχι μόνο επεκτάθηκαν και εποίκησαν την νέα περιοχή της εξόρυξης αλλά η συμπεριφορά τους έγινε φιλικότερη προς τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να μην ενοχλούνται από την παρουσία εργατών και τις δραστηριότητες του εργοταξίου.
Στο νου μου, διαβάζοντάς το, ήρθε  μια μικρή λιμνοθάλασσα με την οποία είχα ασχοληθεί μερικά χρόνια νωρίτερα: την Αλυκή Αιγίου. Αυτός ο μικρός υγρότοπος, μέσα στην πόλη του Αιγίου, δεν είχε σχεδόν καμιά αξία για τα πουλιά μέχρι που απαγορεύτηκε το κυνήγι. Από την απαγόρευση κι έπειτα όχι μόνο εποικίστηκε από πολυάριθμα  απειλούμενα είδη, αλλά τα πουλιά εκεί, συμπεριφέρονται με εμπιστοσύνη προς τους ανθρώπους κι ως αποτέλεσμα  εκμεταλλεύονται σημεία φωλιάσματος και διατροφής, που προηγουμένως ήταν απρόσιτα. Αίφνης, η έκταση του διαθέσιμου  γι αυτά βιότοπου αυξήθηκε με την αξιοποίηση νέων περιθωριακών περιοχών. Εδώ να σημειωθεί πως τα είδη που εμφανίστηκαν δεν ανήκουν σε αυτά που θεωρούνται «θηράματα» αλλά είναι είδη που απαγορεύεται το κυνήγι τους. Εύλογα, ακόμη κι αν τηρούνται οι νόμοι, όταν πέφτει μια τουφεκιά ο ήχος πανικοβάλλει ένα θηρεύσιμό είδος όσο κι ένα προστατευόμενο διότι  δεν έχουν την επίγνωση του νόμου που έχουν βάλει οι άνθρωποι και νοιώθουν όλα εξ ίσου τον κίνδυνο. Και εδώ θέλω να επικεντρώσω: η αίσθηση κινδύνου που προκαλεί το κυνήγι σε όλα τα είδη ανεξαιρέτως, έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις απ’ ότι ο ίδιος ο φόνος κάποιων από αυτά, γιατί περιορίζει έμμεσα τον διαθέσιμο ζωτικό τους χώρο. Αυτό είναι μια «εξωτερικότητα» ( με οικονομικούς όρους )  της δραστηριότητας του κυνηγιού, διότι ο μέχρι τώρα υπολογισμός βιωσιμότητάς του ή μη με βάση περιορισμούς στον αριθμό, είδος και εποχή θήρας και θηρευόμενων ώστε να αντικαθίστανται οι πληθυσμοί τους, δεν συνυπολογίζει την αλλαγή συμπεριφοράς τους που προκαλεί και φυσικά ούτε τις επιπτώσεις που αυτή έχει στη χρήση του χώρου.  
               
Σήμερα ζούμε σε μια εποχή όπου λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων όλο και περισσότερα είδη κινδυνεύουν με εξαφάνιση, μια εποχή που τα οικοσυστήματα σε μερικά χρόνια μπορεί να καταρρεύσουν πλήρως. Τόσο ταχύς και μαζικός ρυθμός εξαφάνισης δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία του πλανήτη. Παράλληλα, αναμένεται ο ανθρώπινος πληθυσμός να αυξηθεί στα 9 δις μέχρι το 2050. Αυτό θα φέρει ακόμη περισσότερες πιέσεις στο φυσικό περιβάλλον για νέους οικισμούς, εξορύξεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, δρόμους, βιομηχανίες και πολλούς ακόμη λόγους.
Αν θέλουμε αυτή η επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας να είναι συμβατή με την διατήρηση της βοιποικιλότητας στον πλανήτη, θα πρέπει να δώσουμε στην άγρια ζωή όσο γίνεται περισσότερο χώρο, να της προσφέρουμε βιότοπους έξω από προστατευόμενες περιοχές ακόμη και κοντά ή ανάμεσα στις δραστηριότητές μας. Αυτό, θα είναι πάρα πολύ ουσιαστικό και κρίσιμο για την επιβίωση των ειδών. Δεν μπορούμε να ζητάμε από αυτά να περιοριστούν μέσα σε νησίδες προστατευόμενων οικοσυστημάτων αλλά θα πρέπει να μπορούν να κινούνται ελεύθερα και έξω από αυτά, ώστε το δίκτυο προστατευόμενων περιοχών να έχει πραγματικές συνδέσεις, χωρίς φαινόμενα «νησιωτισμού» που μπορούν να καταλήξουν σε φτώχεια γενετικού υλικού.  
Ο μόνος τρόπος όμως να προσφέρουμε στην άγρια ζωή περισσότερο χώρο, ενώ παράλληλα εμείς ως είδος επεκτεινόμαστε, είναι να αλλάξουμε τη σχέση μας μαζί τους ώστε αυτά να τολμούν να ζήσουν κοντά μας. Αν αυτό συμβεί, θα έχουν στη διάθεσή τους περιοχές που σήμερα είναι γι αυτά περιθωριακές ή αποτελούν παγίδες θανάτου. Η διαφορά θα είναι τεράστια.
Η σχέση μας με την άγρια ζωή δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με την πλήρη και παγκόσμια κατάργηση του κυνηγιού: αυτός είναι ο μόνος παράγοντας που θα προσφέρει την απαιτούμενη ασφάλεια  ώστε εκείνα να εκμεταλλευτούν νέους βιότοπους, ακόμη και τεχνητούς, κοντά σε πόλεις, εργοτάξια, βιομηχανίες και δρόμους.
Πέρα από κάθε ηθική έννοια δικαιωμάτων των ζώων, πέρα από όποια ιδέα έχει κανείς για την κρεοφαγία ή τα βαθιά «κυνηγετικά» ένστικτα του ανθρώπου, στη σημερινή εποχή το είδος μας βρίσκεται εμπρός σε ένα άλλης τάξης δίλημμα, αν θέλει να σώσει τα υπόλοιπα είδη: είτε ο άνθρωπος θα περιορίσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις δραστηριότητές του απ ότι σήμερα (κάτι πολύ δύσκολο αν υπολογισθούν οι νέες ανάγκες 9 δις ανθρώπων σε 40 χρόνια) ή, απαγορεύοντας το κυνήγι, που δεν είναι πλέον απαραίτητο ούτε για την διατροφή του είδους μας ούτε και αποτελεί σημαντικό οικονομικό παράγοντα σε παγκόσμια κλίμακα όπως το ψάρεμα, θα τους προσφέρει μεγαλύτερο χώρο. Με αυτό το μέτρο θα καταφέρει μια πιο αρμονική συμβίωση με την άγρια ζωή συνολικά, με όλα τα είδη. Έχει αποδειχθεί πως το κυνήγι αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα αλλαγής συμπεριφοράς της άγριας ζωής: τα μεν πουλιά δεν πλησιάζουν τον άνθρωπο, τα δε θηλαστικά γίνονται νυκτόβια για να τον αποφύγουν και όλα μαζί, αποφεύγουν περιοχές κοντά σε ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε περιοχές που δεν ενοχλούνται ποτέ από το κυνήγι οι αρκούδες είναι ημερόβιες και τα πουλιά δεν φοβούνται τον άνθρωπο. Ο φόβος του ανθρώπου δεν είναι ενστικτώδης: μαθαίνεται ως μέτρο επιβίωσης. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις περιγραφές του Δαρβίνου όταν έφτασε στα νησιά Γκαλαπάγκος για να πεισθεί: τα πουλιά όχι μόνο δεν αναγνώριζαν τον άνθρωπο (που δεν είχαν ξαναδεί) ως θηρευτή, αλλά δεν έφευγαν ακόμη κι αν τα χτυπούσαν με μπαστούνια. Φαίνεται πως η εμφάνισή μας δεν πείθει πως είμαστε πιο επικίνδυνοι από αγελάδες, δεν έχουμε ούτε νύχια ούτε δόντια, κανένα στοιχείο που να προδίδει την φονική ισχύ μας όπως μια τίγρης ή ένας αετός. Τα ζώα αναγκάστηκαν να μας μάθουν εκ των υστέρων, αφού οι πρώτες κοινωνίες μας, με πολύ πρωτόγονα όπλα εξαφάνισαν κάμποσα είδη, ιδίως την μεγα-πανίδα.
Θα πρέπει λοιπόν, η θέση του κόμματος των Οικολόγων Πράσινων, τόσο της ομάδας  για την Άγρια Φύση, όσο και ευνόητα της ομάδας δικαιωμάτων ζώων να είναι η πλήρης  κατάργηση του κυνηγιού και αυτή να επιδιωχθεί με διεθνή συμφωνία μέχρι το 2050. Αυτό να μην συγχέεται με τον αν πιστεύει κανείς στην κρεοφαγία ή όχι, αν πιστεύει κανείς στα δικαιώματα των ζώων ή όχι.  Σε αυτά τα ζητήματα μπορεί κανείς να ακολουθεί τον δρόμο του, στα πλαίσια της ποικιλομορφίας απόψεων του οικολογικού χώρου, χωρίς να βέβαια να ξεχνάει πως η μείωση κατανάλωσης κρέατος είναι αναγκαία για όλους.  
Δεν είναι επομένως μια θέση που εκπορεύεται από ηθική ή ηθικολογία, δεν είναι μια ακραία θέση ολίγων φανατικών: είναι απολύτως απαραίτητη η καθολική απαγόρευση του κυνηγιού, για να προληφθεί η μαζική εξαφάνιση ειδών που έχει ήδη αρχίσει και αν δεν αναχαιτισθεί, θα αφήσει στα παιδιά μας έναν πολύ φτωχότερο κόσμο, με πολλά προβλήματα αστάθειας σε όλα τα επίπεδα.
Η διαχείριση του κυνηγιού, σε έναν κόσμο 9 δις θα είναι αδύνατη αλλά ούτε και φέρει το ζητούμενο αποτέλεσμα. Επιπλέον ακόμα και σήμερα, στις περισσότερες περιοχές του κόσμου οι νόμοι δεν τηρούνται. Η βιοποικιλότητα θα σωθεί μόνο με την πλήρη κατάργηση του κυνηγιού, παράλληλα φυσικά με την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας, κάτι επίσης εφικτό με την ανάλογη βούληση. Δεν θα πάψει βέβαια να υπάρχει παρανομία, αλλά αυτή θα εντοπίζεται ευκολότερα.

Δεν μπορούμε πλέον να κοιτάζουμε προς τα πίσω, όταν υπήρχε η πολυτέλεια να σκοτώνουμε κάποιον αριθμό ζώων υπολογίζοντας την βιωσιμότητα με όρους  αναπαραγωγής και να νομίζουμε πως τα πράγματα παραμένουν όπως τα γνωρίσαμε. Στο κοντινό μέλλον ασφαλώς αυτή η πολυτέλεια δεν υπάρχει γιατί ξεμείναμε από χώρο και πρέπει να συμβιώσουμε όλοι, άνθρωποι και μη στον ίδιο.     
Share |

Δεν υπάρχουν σχόλια: