Τα πουλιά μεταναστεύουν από τον Βορρά στον Νότο. Από τότε που ξεκινησα αυτό το ιστολόγιο ζω ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης. Κάθε φορά που αλλάζω τόπο, και το κάνω συχνά, παθαίνω ένα σοκ. Αυτό με κρατάει ξύπνιο. Φίλιππος Δραγούμης
Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010
Τα φώτα μας
Κάποτε ο κόσμος φωτίστηκε από τον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό: ήταν η κύρια εξαγωγή μας προς τον δυτικό κόσμο γιατί είχαμε πρώτοι τη γνώση.
Σήμερα δίνουμε και πάλι τα φώτα μας στον κόσμο: αποδεικνύουμε πως οι γνωστοί νόμοι της οικονομίας δεν ισχύουν. Εξάγουμε παντού τις Ελληνικές οικονομικές ιδιαιτερότητες, αίνιγμα για το οποίο κανείς δεν ξέρει πως να δώσει λύση: γι άλλη μια φορά μόνο εμείς κατέχουμε τη γνώση.
Ετικέτες
οικονομία Ελλάδα πολιτισμός
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
Μπορούν οι αγρότες να γίνουν επιχειρηματίες;
Σκέψεις με αφορμή τα μπλόκα των αγροτών και όχι μόνο.
Πριν από λίγο καιρό, αφού επισκέφθηκα το χωριό μου, το Βογατσικό και είδα από κοντά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκεί οι εναπομείναντες αγρότες κουβεντιάζοντας μαζί τους-- λέω εναπομείναντες γιατί, όπως και στα περισσότερα μέρη πλέον, η αγροτική ζωή είναι ένα θλιβερό κατάλοιπο μιας οικονομίας που κάποτε ανθούσε-- προσπάθησα να σκεφθώ και να προτείνω πιθανές λύσεις.
Η αγωνία μου ήταν κυρίως μια: πως θα προσαρμοστούν αυτοί οι άνθρωποι στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που θα προκύψουν από το τέλος των επιδοτήσεων της ΕΕ το 2012.
Το δεύτερο—το ευρύτερο—κομμάτι της αγωνίας μου ήταν ότι υπολογίζεται πως μέχρι το 2020 πάνω από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατοικεί στις πόλεις. Αυτό από μόνο του οδηγεί σε ένα τεράστιο οικολογικό αδιέξοδο, αν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα διατροφής, ύδρευσης, ενέργειας, φυσικών πόρων, δημόσιου χώρου που αυτό συνεπάγεται, αλλά και εγκατάλειψης αγροτικής γης με παράλληλη εντατικοποίηση της παραγωγής σε λιγότερη όμως έκταση. Είναι λοιπόν το ζήτημα της αποκέντρωσης, του ζωντανέματος της υπαίθρου το μεγάλο στοίχημα της πολιτικής οικολογίας ίσως εξ ίσου σοβαρό με αυτό της κλιματικής αλλαγής.
Το τρίτο αλληλένδετο με τα προηγούμενα πρόβλημα που είχα κατά νου, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί αν και παράγουν το βασικότερο αγαθό μας, την τροφή, έχουν δυστυχώς την τελευταία θέση στην κοινωνία μας. Αντί να τους σεβόμαστε όπως θα έπρεπε, εφόσον από αυτούς εξαρτόμαστε όχι τόσο για το αν θα φάμε ή όχι, αλλά ιδίως για το αν η τροφή μας θα προάγει ή όχι την υγεία μας, τους έχουμε στριμώξει στη γωνία με το να μην τους προσφέρουμε τις δυνατότητες εξέλιξης, συμμετοχής και να τους θεωρούμε σχεδόν περιθωριακούς ή γραφικούς.
.......................... ..................
Η ίδιοι δεν έχουν συνείδηση της δύναμής τους ως τάξη, δεν ασχολούνται με το πως θα μπορούσαν να προβάλλουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στην κοινωνία, ώστε να νοιώσουμε και εμείς πόσο εξαρτόμαστε από αυτούς. Η μόνη διέξοδος γι αυτούς μοιάζει να είναι—αφού η αυτοεκτίμησή τους έχει χαθεί-- να κλείσουν τους δρόμους μας με τα τρακτέρ—κάτι που εμείς συνήθως απλώς βλέπουμε αρνητικά αφού μας ενοχλεί, χωρίς να συλλογιζόμαστε πώς είναι η ζωή τους, από τι συμπληγάδες έχουν περάσει και πως θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Δεν αναλογιζόμαστε πόσο ζωτική είναι η σχέση μας μαζί τους. Δεν πάει ο νους μας πως αν η ζωή των αγροτών ήταν καλύτερη, θα ήταν κι η δική μας επίσης.
Εκείνοι απ την πλευρά τους δεν ξέρουν να μας εξηγήσουν πως χωρίς δικηγόρους θα επιβιώσουμε, χωρίς αγρότες όμως όχι, αλλά παραδόξως, για κάποιον λόγο ο δικηγόρος είναι που έχει μια κοινωνική θέση ενώ ο αγρότης όχι.
Χωρίς τους παραδοσιακούς αγρότες κινδυνεύουμε όλοι μας να καταλήξουμε να τρεφόμαστε με βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, προϊόντα εντατικής καλλιέργειας ή εκτροφής, εφόσον τα μικρά χωράφια σε ορεινά ή ημιορεινά θα έχουν εγκαταλειφθεί. Στην Ελλάδα μάλιστα τα περισσότερα θα είναι εισαγόμενα.
.......................... .......................... ...................
Είναι λοιπόν προφανές πως κάτι πρέπει να αλλάξει.
Αλλά πριν θελήσουμε να αλλάξουν οι αγρότες ίσως πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς τον τρόπο που τους βλέπουμε.
Οργάνωσα λοιπόν στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δήμου στο Βογατσικό μια συζήτηση, καλώντας κι έναν ειδικό στις βιολογικές καλλιέργειες, με στόχο να διαδοθούν και συζητηθούν ιδέες που θα τους βοηθούσαν να αξιοποιήσουν τα κονδύλια της ΕΕ και τα Ελληνικά προγράμματα για υποδομές ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά. Ήρθαν πολλοί στην αίθουσα του δήμου, καμία σαρανταριά και η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, όμως αυτό εκδηλώθηκε ιδίως όπου αφορούσε ζητήματα πρακτικά όπως πότε και πως φυτεύεις αυτό εκείνο ή το άλλο ή πως εκτελείς διάφορες εργασίες. Εκεί φάνηκε πως ήταν πολύ χρήσιμη η ημερίδα, αφού υπήρχαν και πολλές ερωτήσεις και ανταλλάχθηκαν ιδέες.
Όμως μέχρι εκεί. Όταν η συζήτηση πήγε στο μέλλον, την οργάνωση και την αναγκαστική στροφή οπτικής από τον αγρότη «παραγωγό» στον σύγχρονο αγρότη «επιχειρηματία», στην ανάγκη για ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, τη σύνδεση της τοπικής παραγωγής με τον άλλες δραστηριότητες όπως τον τουρισμό, την ολοκληρωμένη διαχείριση, διαπίστωσα μια απόλυτη και ακραία απαισιοδοξία εκ μέρους των περισσότερων.
Ό,τι ελέχθη έμοιαζε να ενισχύει το αδιέξοδο. Έμοιαζαν με μια φυλή που ξέρει εκ των προτέρων πως θα εξαφανιστεί, έχει αποδεχτεί τη μοίρα της και απλώς περιμένει πλέον παθητικά τις εξελίξεις. Γιατί; Γιατί σήμερα οι περισσότεροι αγρότες στα χωριά είναι στο κενό: δεν μπορούν να εξακολουθήσουν ούτε την παράδοση, ούτε και να αλλάξουν τώρα ξαφνικά επάγγελμα γιατί αλλάζοντας την οπτική τους γωνία, όπως απαιτεί ο ανταγωνισμός, είναι σαν να πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα. Χρειάζεται να τα μάθουν όλα από την αρχή, να πάνε πάλι σχολείο.
Αυτή η μετέωρη κατάσταση—που διαρκεί εδώ και χρόνια—είναι και αυτή που τους κάνει να κρέμονται παθητικά από τις επιδοτήσεις και γι αυτήν την εξάρτησή τους η αστική κοινωνία με τις αξίες που εκείνη σπέρνει στην ύπαιθρο έχει ευθύνες. Αφ’ ενός γιατί τους έκανε εξαρτημένους και περιθωριακούς, αφετέρου γιατί δεν τους βοήθησε να αλλάξουν, να προσαρμοστούν, μέχρι που βρέθηκαν προ τετελεσμένων και αίφνης όλα πρέπει να γίνουν εν μια νυκτί, να διορθωθούν όλα τα στραβά, παραλείψεις και λάθη ετών στην αγροτική πολιτική.
Ενώ κάποτε η αγροτική ζωή ήταν μέρος της οικονομίας της υπαίθρου που επέτρεπε την αυτονομία των νοικοκυριών σε τρόφιμα, σήμερα – συχνά κι εξ αιτίας νόμων και ρυθμίσεων που έως και απαγόρευσαν την παραγωγή πολλών προϊόντων στα σπίτια και τις ανταλλαγές ούτε η αυτονομία επιτυγχάνεται επαρκώς πλέον (αντίθετα προβάλλεται στις νεότερες γενιές η υπερκατανάλωση ως αξία ) αλλά ούτε και το εισόδημα των αγροτών είναι τέτοιο που να τους επιτρέπει να είναι καταναλωτές.
Από την άλλη όλο και περισσότερο πιέζονται οι τιμές που μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους όταν αγοράζονται από εταιρίες, ώστε η επιβίωση χωρίς επιδοτήσεις να μοιάζει αδύνατη, εκτός κι αν οι ίδιοι πια ανταγωνιστούν τις εταιρίες. Οι συνεταιρισμοί είτε απέτυχαν είτε έγιναν άλλης μορφής εταιρείες και συνεπώς ξέφυγαν από τον στόχο τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Βογατσικό το γάλα είναι άφθονο, για να παραχθεί τυρί ( που κάποτε είχε κάθε σπίτι ) πρέπει να γίνουν πλέον επενδύσεις—που είναι ίσως αμφίβολο αν θα είναι κι ανταποδοτικές—για να γίνει σύγχρονο τυροκομείο με ειδικό προσωπικό και ούτω καθ εξής. Χωριό λοιπόν που παράγει γάλα πρέπει να αγοράζει τυρί από μεγάλες εταιρίες.
Φαίνεται λοιπόν πως οι περισσότεροι πια, αδυνατώντας ψυχολογικά, πρακτικά, οικονομικά, η λόγω ανεπαρκών γνώσεων, δεν μπορούν, δεν ενδιαφέρονται καν να αλλάξουν τον ρόλο τους—που θα τους κάνει να μοιάσουν περισσότερο με έμπορους γιατί οι ίδιοι θα πρέπει να βρίσκουν και να προσελκύουν την πελατεία τους, να προβάλλουν το προϊόν τους με σύγχρονα μέσα όπως το «branding», αλλά να το παράγουν αν όχι βιομηχανικά, με σύγχρονο τρόπο ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ έξω από τη φύση τους, αυτό που έχουν μάθει, αυτό που θέλουν να είναι, μοιάζει σαν να μου πείτε εμένα ξαφνικά πως πρέπει να γίνω πυρηνικός φυσικός για να επιβιώσω.
Η απαισιοδοξία (μήπως μοιρολατρία) λοιπόν εκφράζεται με πολλούς τρόπους:
Πλήρη αδυναμία έως και φοβία να συνεννοηθούν με τους φορείς και τη γραφειοκρατία.
Πλήρη αδυναμία να δράσουν από μόνοι τους, η με συνεργασίες και να αλλάξουν μεθόδους και σκεπτικό.
Πλήρη αδυναμία να σκεφθούν συνδυαστικά, με σύγχρονους όρους του «μάρκετινγκ».
Και αν δεν πάει το συναίσθημα στην μοιρολατρία , πάει στην οργή και στα μπλόκα.
Αυτή είναι η πρόκληση σήμερα.
Είναι πρώτα αναγκαίο να κατανοήσουμε τους αγρότες, παρότι μας βρίσκουν ίσως αντίθετους τα μπλόκα, να τους δώσουμε τον σεβασμό μας, την ξεχωριστή από τα άλλα επαγγέλματα θέση τους και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να τους συνδράμουμε με ειλικρίνεια να πετύχουν.
Πρέπει να τους παρέχουμε αφειδώς εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες, στη διαχείριση, στο μάρκετινγ ώσπου όλα αυτά να γίνουν στοιχεία της επαγγελματικής τους ταυτότητας, να μπορέσουν ξεφύγουν από την μονοδιάστατη έννοια της παραγωγής, ενώ παράλληλα θα ενισχύουμε την τοπικότητα, την τοπική αυτονομία σε τρόφιμα, τις δυνατότητες άμεσης διάθεσης των προϊόντων από τους παραγωγούς, προβάλλοντας όλοι μας την αξία τους, την διαφορά τους από την βιομηχανική γεωργία, τη σημασία τους για την υγεία μας, την ποιότητα ζωής μας. Εμείς, οι καταναλωτές πρέπει πρώτοι να δώσουμε την αξία στο προϊόντα τους.
Πρέπει να τους βοηθήσουμε να βρουν αγορές για τα προϊόντα τους, να προσαρμόζονται στη ζήτηση, να προσθέτουν διαφορετικές και συμπληρωματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στην εκμεταλλεύσεις τους, να ερευνούν την αγορά, να βρίσκουν τρόπους να προωθούν τα προϊόντα τους, να ενισχύσουμε νέους να επιλέξουν αυτή τη δουλειά, ώστε να ανανεωθεί το ανθρώπινο δυναμικό και να υπάρξει έδαφος για καινοτομία.
Αυτή η προσαρμογή είναι επίπονη και θέλει χρόνο. Το ότι δεν άρχισε νωρίτερα είναι το μεγάλο λάθος το οποίο δυστυχώς συνεχίζει και ο αγροτικός συνδικαλισμός. Όλες οι αλλαγές ψυχολογίας και νοοτροπίας απαιτούν δουλειά σε πολλά επίπεδα Οι αγρότες είχαν την ψυχολογία του παραγωγού που καλλιεργεί, παραδίδει το προϊόν στο συνεταιρισμό και εισπράττει. Αυτό πλέον απλώς δεν αρκεί. Δεν τους ενδιέφερε μέχρι τώρα η αγορά και που προοριζόταν το προϊόν τους, δεν ήταν δικό τους θέμα, δεν πίστευαν πως αυτό έπρεπε να τους προβληματίσει μια μέρα: η πραγματικότητα αυτή τους αιφνιδίασε.
Αυτό το κομμάτι υποτίθεται το είχαν αναλάβει οι γεωργικοί συνεταιρισμοί. Τώρα όμως που οι γεωργικοί συνεταιρισμοί έχουν αποτύχει και πρέπει πλέον ν' αναλάβουν μόνοι τους, νιώθουν πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσουν με τους σημερινούς όρους της οικονομίας. Πόσοι τελικά έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες;
Εκτός κι αν αλλάξουν οι συνθήκες και ο παραγωγός μπορεί να επιβιώσει πάλι ως απλός παραγωγός, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω.
Πριν από λίγο καιρό, αφού επισκέφθηκα το χωριό μου, το Βογατσικό και είδα από κοντά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκεί οι εναπομείναντες αγρότες κουβεντιάζοντας μαζί τους-- λέω εναπομείναντες γιατί, όπως και στα περισσότερα μέρη πλέον, η αγροτική ζωή είναι ένα θλιβερό κατάλοιπο μιας οικονομίας που κάποτε ανθούσε-- προσπάθησα να σκεφθώ και να προτείνω πιθανές λύσεις.
Η αγωνία μου ήταν κυρίως μια: πως θα προσαρμοστούν αυτοί οι άνθρωποι στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που θα προκύψουν από το τέλος των επιδοτήσεων της ΕΕ το 2012.
Το δεύτερο—το ευρύτερο—κομμάτι της αγωνίας μου ήταν ότι υπολογίζεται πως μέχρι το 2020 πάνω από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατοικεί στις πόλεις. Αυτό από μόνο του οδηγεί σε ένα τεράστιο οικολογικό αδιέξοδο, αν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα διατροφής, ύδρευσης, ενέργειας, φυσικών πόρων, δημόσιου χώρου που αυτό συνεπάγεται, αλλά και εγκατάλειψης αγροτικής γης με παράλληλη εντατικοποίηση της παραγωγής σε λιγότερη όμως έκταση. Είναι λοιπόν το ζήτημα της αποκέντρωσης, του ζωντανέματος της υπαίθρου το μεγάλο στοίχημα της πολιτικής οικολογίας ίσως εξ ίσου σοβαρό με αυτό της κλιματικής αλλαγής.
Το τρίτο αλληλένδετο με τα προηγούμενα πρόβλημα που είχα κατά νου, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί αν και παράγουν το βασικότερο αγαθό μας, την τροφή, έχουν δυστυχώς την τελευταία θέση στην κοινωνία μας. Αντί να τους σεβόμαστε όπως θα έπρεπε, εφόσον από αυτούς εξαρτόμαστε όχι τόσο για το αν θα φάμε ή όχι, αλλά ιδίως για το αν η τροφή μας θα προάγει ή όχι την υγεία μας, τους έχουμε στριμώξει στη γωνία με το να μην τους προσφέρουμε τις δυνατότητες εξέλιξης, συμμετοχής και να τους θεωρούμε σχεδόν περιθωριακούς ή γραφικούς.
..........................
Η ίδιοι δεν έχουν συνείδηση της δύναμής τους ως τάξη, δεν ασχολούνται με το πως θα μπορούσαν να προβάλλουν αποτελεσματικά τον ρόλο τους στην κοινωνία, ώστε να νοιώσουμε και εμείς πόσο εξαρτόμαστε από αυτούς. Η μόνη διέξοδος γι αυτούς μοιάζει να είναι—αφού η αυτοεκτίμησή τους έχει χαθεί-- να κλείσουν τους δρόμους μας με τα τρακτέρ—κάτι που εμείς συνήθως απλώς βλέπουμε αρνητικά αφού μας ενοχλεί, χωρίς να συλλογιζόμαστε πώς είναι η ζωή τους, από τι συμπληγάδες έχουν περάσει και πως θα μπορούσε να γίνει καλύτερη. Δεν αναλογιζόμαστε πόσο ζωτική είναι η σχέση μας μαζί τους. Δεν πάει ο νους μας πως αν η ζωή των αγροτών ήταν καλύτερη, θα ήταν κι η δική μας επίσης.
Εκείνοι απ την πλευρά τους δεν ξέρουν να μας εξηγήσουν πως χωρίς δικηγόρους θα επιβιώσουμε, χωρίς αγρότες όμως όχι, αλλά παραδόξως, για κάποιον λόγο ο δικηγόρος είναι που έχει μια κοινωνική θέση ενώ ο αγρότης όχι.
Χωρίς τους παραδοσιακούς αγρότες κινδυνεύουμε όλοι μας να καταλήξουμε να τρεφόμαστε με βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, προϊόντα εντατικής καλλιέργειας ή εκτροφής, εφόσον τα μικρά χωράφια σε ορεινά ή ημιορεινά θα έχουν εγκαταλειφθεί. Στην Ελλάδα μάλιστα τα περισσότερα θα είναι εισαγόμενα.
..........................
Είναι λοιπόν προφανές πως κάτι πρέπει να αλλάξει.
Αλλά πριν θελήσουμε να αλλάξουν οι αγρότες ίσως πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς τον τρόπο που τους βλέπουμε.
Οργάνωσα λοιπόν στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δήμου στο Βογατσικό μια συζήτηση, καλώντας κι έναν ειδικό στις βιολογικές καλλιέργειες, με στόχο να διαδοθούν και συζητηθούν ιδέες που θα τους βοηθούσαν να αξιοποιήσουν τα κονδύλια της ΕΕ και τα Ελληνικά προγράμματα για υποδομές ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί στην αγορά. Ήρθαν πολλοί στην αίθουσα του δήμου, καμία σαρανταριά και η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, όμως αυτό εκδηλώθηκε ιδίως όπου αφορούσε ζητήματα πρακτικά όπως πότε και πως φυτεύεις αυτό εκείνο ή το άλλο ή πως εκτελείς διάφορες εργασίες. Εκεί φάνηκε πως ήταν πολύ χρήσιμη η ημερίδα, αφού υπήρχαν και πολλές ερωτήσεις και ανταλλάχθηκαν ιδέες.
Όμως μέχρι εκεί. Όταν η συζήτηση πήγε στο μέλλον, την οργάνωση και την αναγκαστική στροφή οπτικής από τον αγρότη «παραγωγό» στον σύγχρονο αγρότη «επιχειρηματία», στην ανάγκη για ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, τη σύνδεση της τοπικής παραγωγής με τον άλλες δραστηριότητες όπως τον τουρισμό, την ολοκληρωμένη διαχείριση, διαπίστωσα μια απόλυτη και ακραία απαισιοδοξία εκ μέρους των περισσότερων.
Ό,τι ελέχθη έμοιαζε να ενισχύει το αδιέξοδο. Έμοιαζαν με μια φυλή που ξέρει εκ των προτέρων πως θα εξαφανιστεί, έχει αποδεχτεί τη μοίρα της και απλώς περιμένει πλέον παθητικά τις εξελίξεις. Γιατί; Γιατί σήμερα οι περισσότεροι αγρότες στα χωριά είναι στο κενό: δεν μπορούν να εξακολουθήσουν ούτε την παράδοση, ούτε και να αλλάξουν τώρα ξαφνικά επάγγελμα γιατί αλλάζοντας την οπτική τους γωνία, όπως απαιτεί ο ανταγωνισμός, είναι σαν να πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα. Χρειάζεται να τα μάθουν όλα από την αρχή, να πάνε πάλι σχολείο.
Αυτή η μετέωρη κατάσταση—που διαρκεί εδώ και χρόνια—είναι και αυτή που τους κάνει να κρέμονται παθητικά από τις επιδοτήσεις και γι αυτήν την εξάρτησή τους η αστική κοινωνία με τις αξίες που εκείνη σπέρνει στην ύπαιθρο έχει ευθύνες. Αφ’ ενός γιατί τους έκανε εξαρτημένους και περιθωριακούς, αφετέρου γιατί δεν τους βοήθησε να αλλάξουν, να προσαρμοστούν, μέχρι που βρέθηκαν προ τετελεσμένων και αίφνης όλα πρέπει να γίνουν εν μια νυκτί, να διορθωθούν όλα τα στραβά, παραλείψεις και λάθη ετών στην αγροτική πολιτική.
Ενώ κάποτε η αγροτική ζωή ήταν μέρος της οικονομίας της υπαίθρου που επέτρεπε την αυτονομία των νοικοκυριών σε τρόφιμα, σήμερα – συχνά κι εξ αιτίας νόμων και ρυθμίσεων που έως και απαγόρευσαν την παραγωγή πολλών προϊόντων στα σπίτια και τις ανταλλαγές ούτε η αυτονομία επιτυγχάνεται επαρκώς πλέον (αντίθετα προβάλλεται στις νεότερες γενιές η υπερκατανάλωση ως αξία ) αλλά ούτε και το εισόδημα των αγροτών είναι τέτοιο που να τους επιτρέπει να είναι καταναλωτές.
Από την άλλη όλο και περισσότερο πιέζονται οι τιμές που μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους όταν αγοράζονται από εταιρίες, ώστε η επιβίωση χωρίς επιδοτήσεις να μοιάζει αδύνατη, εκτός κι αν οι ίδιοι πια ανταγωνιστούν τις εταιρίες. Οι συνεταιρισμοί είτε απέτυχαν είτε έγιναν άλλης μορφής εταιρείες και συνεπώς ξέφυγαν από τον στόχο τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στο Βογατσικό το γάλα είναι άφθονο, για να παραχθεί τυρί ( που κάποτε είχε κάθε σπίτι ) πρέπει να γίνουν πλέον επενδύσεις—που είναι ίσως αμφίβολο αν θα είναι κι ανταποδοτικές—για να γίνει σύγχρονο τυροκομείο με ειδικό προσωπικό και ούτω καθ εξής. Χωριό λοιπόν που παράγει γάλα πρέπει να αγοράζει τυρί από μεγάλες εταιρίες.
Φαίνεται λοιπόν πως οι περισσότεροι πια, αδυνατώντας ψυχολογικά, πρακτικά, οικονομικά, η λόγω ανεπαρκών γνώσεων, δεν μπορούν, δεν ενδιαφέρονται καν να αλλάξουν τον ρόλο τους—που θα τους κάνει να μοιάσουν περισσότερο με έμπορους γιατί οι ίδιοι θα πρέπει να βρίσκουν και να προσελκύουν την πελατεία τους, να προβάλλουν το προϊόν τους με σύγχρονα μέσα όπως το «branding», αλλά να το παράγουν αν όχι βιομηχανικά, με σύγχρονο τρόπο ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Κάτι τέτοιο μοιάζει πολύ έξω από τη φύση τους, αυτό που έχουν μάθει, αυτό που θέλουν να είναι, μοιάζει σαν να μου πείτε εμένα ξαφνικά πως πρέπει να γίνω πυρηνικός φυσικός για να επιβιώσω.
Η απαισιοδοξία (μήπως μοιρολατρία) λοιπόν εκφράζεται με πολλούς τρόπους:
Πλήρη αδυναμία έως και φοβία να συνεννοηθούν με τους φορείς και τη γραφειοκρατία.
Πλήρη αδυναμία να δράσουν από μόνοι τους, η με συνεργασίες και να αλλάξουν μεθόδους και σκεπτικό.
Πλήρη αδυναμία να σκεφθούν συνδυαστικά, με σύγχρονους όρους του «μάρκετινγκ».
Και αν δεν πάει το συναίσθημα στην μοιρολατρία , πάει στην οργή και στα μπλόκα.
Αυτή είναι η πρόκληση σήμερα.
Είναι πρώτα αναγκαίο να κατανοήσουμε τους αγρότες, παρότι μας βρίσκουν ίσως αντίθετους τα μπλόκα, να τους δώσουμε τον σεβασμό μας, την ξεχωριστή από τα άλλα επαγγέλματα θέση τους και να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να τους συνδράμουμε με ειλικρίνεια να πετύχουν.
Πρέπει να τους παρέχουμε αφειδώς εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες, στη διαχείριση, στο μάρκετινγ ώσπου όλα αυτά να γίνουν στοιχεία της επαγγελματικής τους ταυτότητας, να μπορέσουν ξεφύγουν από την μονοδιάστατη έννοια της παραγωγής, ενώ παράλληλα θα ενισχύουμε την τοπικότητα, την τοπική αυτονομία σε τρόφιμα, τις δυνατότητες άμεσης διάθεσης των προϊόντων από τους παραγωγούς, προβάλλοντας όλοι μας την αξία τους, την διαφορά τους από την βιομηχανική γεωργία, τη σημασία τους για την υγεία μας, την ποιότητα ζωής μας. Εμείς, οι καταναλωτές πρέπει πρώτοι να δώσουμε την αξία στο προϊόντα τους.
Πρέπει να τους βοηθήσουμε να βρουν αγορές για τα προϊόντα τους, να προσαρμόζονται στη ζήτηση, να προσθέτουν διαφορετικές και συμπληρωματικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στην εκμεταλλεύσεις τους, να ερευνούν την αγορά, να βρίσκουν τρόπους να προωθούν τα προϊόντα τους, να ενισχύσουμε νέους να επιλέξουν αυτή τη δουλειά, ώστε να ανανεωθεί το ανθρώπινο δυναμικό και να υπάρξει έδαφος για καινοτομία.
Αυτή η προσαρμογή είναι επίπονη και θέλει χρόνο. Το ότι δεν άρχισε νωρίτερα είναι το μεγάλο λάθος το οποίο δυστυχώς συνεχίζει και ο αγροτικός συνδικαλισμός. Όλες οι αλλαγές ψυχολογίας και νοοτροπίας απαιτούν δουλειά σε πολλά επίπεδα Οι αγρότες είχαν την ψυχολογία του παραγωγού που καλλιεργεί, παραδίδει το προϊόν στο συνεταιρισμό και εισπράττει. Αυτό πλέον απλώς δεν αρκεί. Δεν τους ενδιέφερε μέχρι τώρα η αγορά και που προοριζόταν το προϊόν τους, δεν ήταν δικό τους θέμα, δεν πίστευαν πως αυτό έπρεπε να τους προβληματίσει μια μέρα: η πραγματικότητα αυτή τους αιφνιδίασε.
Αυτό το κομμάτι υποτίθεται το είχαν αναλάβει οι γεωργικοί συνεταιρισμοί. Τώρα όμως που οι γεωργικοί συνεταιρισμοί έχουν αποτύχει και πρέπει πλέον ν' αναλάβουν μόνοι τους, νιώθουν πόσο δύσκολο είναι να λειτουργήσουν με τους σημερινούς όρους της οικονομίας. Πόσοι τελικά έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες;
Εκτός κι αν αλλάξουν οι συνθήκες και ο παραγωγός μπορεί να επιβιώσει πάλι ως απλός παραγωγός, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω.
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
Αϊτή
Το πότε και πού θα γίνει σεισμός, το καθορίζει η φύση.
Το πόσο μια κοινωνία μπορεί να προστατευτεί ή όχι από τις συνέπειες ενός σεισμού ή άλλων «φυσικών» καταστροφών και προβλημάτων και να λαμβάνει προληπτικά μέτρα, δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι ζήτημα που ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό οι ανθρώπινες κοινωνίες ανάλογα με το πόσο οργανωμένες είναι και πόσο έχουν προβλέψει με τις πολιτικές τους επιλογές τις επιπτώσεις του τρόπου που λειτουργεί η φύση στην κοινωνία τους. Το αποτέλεσμα σχετίζεται με το πόσο έχουν ή όχι σεβαστεί τα μεγέθη της, τις δυνάμεις και δυναμικές της: οι καταστροφές μπορεί να είναι τεράστιες ή μικρότερες. ¨Ένα μικρό παράδειγμα τέτοιων σχέσεων κοινωνίας και φύσης είναι το εξής: η βροχή είναι φυσικό φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει και ζημιές, όμως αν εμείς έχουμε χτίσει στα ρέματα, το φυσικό αυτό φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο.
Στην απολύτως απροστάτευτη Αϊτή η φύση φάνηκε όσο σκληρότερη μπορεί να είναι. Προκάλεσε το μέγιστο των δυνατών καταστροφών.
Χτύπησε αλύπητα μία περιοχή ήδη πολύ προβληματική κυρίως εξ αιτίας της περιβαλλοντικής υποβάθμισης που είχε προκαλέσει τρομερή φτώχεια και συγκέντρωση σε απέραντες παραγκουπόλεις που με τη σειρά τους φέρνουν περισσότερη υποβάθμιση σαν κατιούσα σπείρα.
Η διεθνής οικονομική βοήθεια, τόσα χρόνια, δεν έχει καταφέρει να βελτιώσει υπόβαθρο της κατάστασης, μπορεί μεν να κράτησε κάποιους στη ζωή, όμως δεν αύξησε τις ελπίδες τους για το μέλλον. Πολύ πιθανά απλώς προσέθεσε διάφορες εξαρτήσεις που χειροτερεύουν τα πράγματα, αφού δεν έδωσε μακροπρόθεσμες βιώσιμες λύσεις και διεξόδους. Σε αυτό δεν ασφαλώς δεν φταίνε διόλου οι Αϊτινοί, αλλά πολλές πολύ ισχυρότερες διεθνείς πιέσεις και ξένα συμφέροντα που εξυπηρετήθηκαν μέσω της διαφθοράς στη χώρα τους.
Η Αϊτή αποτελεί μια χώρα δειγματολόγιο για κάθε λογής κοινωνικό, οικονομικό και οικολογικό πρόβλημα: δικτατορίες, διαφθορά, καταστροφή των δασών, διάβρωση των εδαφών, ακραία φτώχεια, παρανομία και λαθρεμπόριο, ασθένειες, ανασφάλεια, όλα μαζί συνθέτουν έναν φαύλο κύκλο αλληλοεξαρτώμενων προβλημάτων που βυθίζουν σταδιακά τη χώρα σε όλο και βαθύτερο αδιέξοδο.
Ο σεισμός τώρα μοιάζει με το απότομο τέλος μιας ούτως ή άλλως μη βιώσιμης πορείας.
Αποτελεί, δυστυχώς, η σημερινή Αϊτή, απογοήτευση των δούλων που εξεγέρθηκαν κάποτε ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.
Εμείς όμως δεν πρέπει να τους απογοητεύσουμε.
Δεν έχουμε λοιπόν μόνο να αντιμετωπίσουμε μια φυσική καταστροφή στην Αϊτή. Δεν αρκεί απλώς ανέγερση των κτηρίων και αναδημιουργία των όποιων υποδομών. Υπάρχει και μια μακροπρόθεσμη διάσταση που πρέπει επειγόντως να ειδωθεί. Η διεθνής βοήθεια πρέπει να φροντίσει τόσο για την άμεση διάσωση, την υγεία και την ανοικοδόμηση όσο και για την βελτίωση της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους ώστε να μπορέσει να ανορθωθεί πρώτα απ όλα η οικολογία της Αϊτής, τα δάση και η καλλιεργήσιμη γη. Να μπορέσει να σταθεί η οικονομία της σε στερεή βάση.
Να μπορέσει η Αϊτή να σταθεί στα πόδια της, αυτόνομα, να ξεφύγει από την παγίδα της ακραίας φτώχειας.
Αν δεν κοιτάξουμε τώρα την βιωσιμότητα το πρόβλήμα απλώς θα διαιωνίζεται μέχρι τον επόμενο κυκλώνα, σεισμό ή πλημμύρα.
Η φύση ενεργεί όπως ξέρει, αδιαφορώντας για μας, στο χέρι μας είναι να μην αδιαφορήσουμε γι αυτήν.
Μήπως όμως σήμερα όλοι είμαστε λίγο σαν την Αϊτή, απολύτως ανέτοιμοι για την επόμενη κίνηση της φύσης; Εμένα κάτι έρχεται στον νου όταν ακούω για αλλαγή του κλίματος και τις συνεπαγόμενες καταστροφές και αλλοιώσεις που αυτό θα προκαλέσει; Ετοιμαζόμαστε άραγε ως παγκόσμια κοινωνία; Να θυμίσω την Κοπενχάγη;
Ετικέτες
Αϊτή,
διεθνής βοήθεια,
καταστροφές,
σεισμός,
φτώχεια,
φύση
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010
Ραγκουτσάρια
Ραγκουτσάρια
Υπάρχει πραγματική χαρά; Υπάρχει γνήσια διασκέδαση; Υπάρχει αληθινό καρναβάλι και ξεφάντωμα, αυθόρμητο, χωρίς ψεύτικο στήσιμο, χωρίς «δήθεν» ψευτο-καλλιτεχνικές υποστάσεις, όπου όλοι και όλα συνυπάρχουν, συμμετέχουν και εκφράζονται όπως θέλουν; Φαίνεται πως ναι, ακόμη κάπου υπάρχει, επιβιώνει σε πείσμα της εμπορευματοποίησης των πάντων. Τα Φώτα ήμουν στην Καστοριά, στα Ραγκουτσάρια. Στριμώχτηκα, ποδοπατήθηκα, ποδοπάτησα ανεβαίνοντας δυο φορές την ανηφόρα με τις χίλιες ορχήστρες και τα μπουλούκια, τα λουκάνικα, τους χαλβάδες και τις μεταμφιέσεις. Την πρώτη φορά ήμουν μόνος, την δεύτερη με καλή παρέα—που δημιουργήθηκε επί τόπου. Δεν άντεξα να μην διασκεδάσω, να μην συμμετέχω στην πρωτόγνωρη χαρά, εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης και ανεργίας που κατά τα άλλα μαστίζει τον νομό. Ένοιωσα αυτό που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους, όλους: ελπίδα, χαρά, ομόνοια. Πάνω απ όλα είμαστε μαζί όλοι εδώ ενωμένοι, μοιραζόμαστε τη χαρά της ζωής. Αντιγράφω δυο λόγια για το έθιμο εδώ: Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια), αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα που οι ρίζες τους φτάνουν στους πρω'ι'μους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορεστιείς και αποτελούν σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου Ελληνικού Καρναβαλιού και όχι έθιμο ξενόφερτο όπως το καθιερωμένο καρναβάλι της Αποκριάς και γιορτάζεται στις 6,7,και 8 Γενάρη. Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε "μπουλούκια", από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα "όργανα" του που γλεντούν, μέσα σ'ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκά'ι'ντες κ.α.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λα'ι'κά "τακούμια", κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη.
Υπάρχει πραγματική χαρά; Υπάρχει γνήσια διασκέδαση; Υπάρχει αληθινό καρναβάλι και ξεφάντωμα, αυθόρμητο, χωρίς ψεύτικο στήσιμο, χωρίς «δήθεν» ψευτο-καλλιτεχνικές υποστάσεις, όπου όλοι και όλα συνυπάρχουν, συμμετέχουν και εκφράζονται όπως θέλουν; Φαίνεται πως ναι, ακόμη κάπου υπάρχει, επιβιώνει σε πείσμα της εμπορευματοποίησης των πάντων. Τα Φώτα ήμουν στην Καστοριά, στα Ραγκουτσάρια. Στριμώχτηκα, ποδοπατήθηκα, ποδοπάτησα ανεβαίνοντας δυο φορές την ανηφόρα με τις χίλιες ορχήστρες και τα μπουλούκια, τα λουκάνικα, τους χαλβάδες και τις μεταμφιέσεις. Την πρώτη φορά ήμουν μόνος, την δεύτερη με καλή παρέα—που δημιουργήθηκε επί τόπου. Δεν άντεξα να μην διασκεδάσω, να μην συμμετέχω στην πρωτόγνωρη χαρά, εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης και ανεργίας που κατά τα άλλα μαστίζει τον νομό. Ένοιωσα αυτό που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους, όλους: ελπίδα, χαρά, ομόνοια. Πάνω απ όλα είμαστε μαζί όλοι εδώ ενωμένοι, μοιραζόμαστε τη χαρά της ζωής. Αντιγράφω δυο λόγια για το έθιμο εδώ: Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια), αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα που οι ρίζες τους φτάνουν στους πρω'ι'μους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορεστιείς και αποτελούν σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου Ελληνικού Καρναβαλιού και όχι έθιμο ξενόφερτο όπως το καθιερωμένο καρναβάλι της Αποκριάς και γιορτάζεται στις 6,7,και 8 Γενάρη. Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε "μπουλούκια", από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα "όργανα" του που γλεντούν, μέσα σ'ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκά'ι'ντες κ.α.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λα'ι'κά "τακούμια", κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)